Στην αφετηρία του δεύτερου μισού της συνταγματικής θητείας της, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν κινείται μόνον με όρους πολιτικής κυριαρχίας, διατηρώντας σταθερά ένα διψήφιο προβάδισμα (της τάξεως του 12,4%) έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά από το συγκριτικό τεστ με την εικόνα που είχε δημιουργηθεί στα μισά της διαδρομής για όλες τις κυβερνήσεις που προηγήθηκαν την προηγούμενη δεκαετία, φαίνεται ότι μπαίνει τέλος και στην επαναλαμβανόμενη εικόνα, που είχε διαμορφώσει ο μνημονιακός κύκλος, συμπιέζοντας πολιτικά και εκλογικά όσες κυβερνήσεις τον διαχειρίσθηκαν.
Σύμφωνα με την πανελλαδική δημοσκόπηση της GPO, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ανοίγει έναν νέο κύκλο με τους δικούς της όρους, χωρίς την πίεση που δέχονταν οι προηγούμενες κυβερνήσεις, οι οποίες, με τη συμπλήρωση της δικής τους διετίας, βρίσκονταν στην πραγματικότητα αντιμέτωπες με μια αλλαγή πολιτικού σκηνικού. Είναι προφανές ότι, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση, η πανδημία δεν καταγράφεται από το κοινωνικό σύνολο ως μια στενωπός, αντίστοιχη με τον δεκαετή μνημονιακό εγκλωβισμό, αλλά ως μια επιτυχημένη άσκηση κυβερνητικής διαχείρισης, η οποία πιστώνεται στον Κυριάκο Μητσοτάκη, τόσο κομματικά, όσο και προσωπικά (μέσα από τα υψηλά ποσοστά θετικής αποδοχής και την υπέρ του μεγάλη «ψαλίδα» στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία).
Το κρας τεστ της διετίας, με τις τρεις κυβερνήσεις του μνημονιακού κύκλου, αναδεικνύει το νέο σκηνικό που προφανώς καταγράφεται από όλα τα κομματικά επιτελεία. Τον Σεπτέμβριο του 2011, η αυτοδύναμη κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου όχι μόνον υπολειπόταν της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης (της ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά), αλλά είχε απολέσει σχεδόν το ένα τρίτο της εκλογικής της δύναμης, σε ένα σκηνικό μνημονιακής καταβύθισης και προεξοφλημένης κυβερνητικής αλλαγής.
Δύο μήνες αργότερα, άλλωστε, η δική του παραίτηση είχε οδηγήσει σε έναν νέο κύκλο αναγκαστικών κυβερνητικών συνεργασιών που διατηρήθηκε έως τον Ιούλιο του 2019. Τον Απρίλιο του 2014, η κυβέρνηση Σαμαρά αντιλαμβανόταν την ταχεία ανοδική τροχιά του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα, που κάλυπτε πλέον τον χώρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ενώ στις δημοσκοπικές μετρήσεις του 2017 ήταν επίσης ξεκάθαρο ότι η τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είχε μπει σε αντίστροφη μέτρηση.
Διείσδυση στο Κέντρο
Το ανοικτό πεδίο μέσα στο οποίο κινείται ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μετά την αξιολόγηση της δικής του κυβερνητικής διετίας από την κοινή γνώμη, είναι ορατό και σε μια σειρά άλλων δημοσκοπικών ευρημάτων που επιβεβαιώνουν και τη διείσδυσή του στον χώρο του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς. Η έρευνα της GPO καταγράφει μια θετική αποτίμηση του κυβερνητικού έργου που δεν έχει προηγούμενο από τη δεκαετία του ’90 και την πρώτη φάση της κυβέρνησης Σημίτη (σχεδόν το 54% κρίνει θετικά την πορεία της παρούσας κυβέρνησης), ενώ είναι αξιοσημείωτο ότι το ποσοστό αυτό είναι ακόμη μεγαλύτερο (φθάνει στο 77%!) στους ψηφοφόρους που στις κάλπες του 2019 είχαν επιλέξει το Κίνημα Αλλαγής.
Οι δύο μεγάλες κρίσεις (πανδημία, ένταση με Τουρκία) που διαχειρίσθηκε μέσα σε αυτό το διάστημα η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι επίσης ξεκάθαρο ότι αποτελούν και τα μεγαλύτερα όπλα της, επισφραγίζοντας τα μεγάλα ποσοστά αποδοχής. Το 67,8% υπερψηφίζει τις κυβερνητικές επιλογές στα εθνικά, όπως και το 54,8% στον τομέα της Υγείας, αλλά το μεγαλύτερο όπλο στα χέρια της κυβέρνησης αποδεικνύεται το σχέδιο ψηφιακού μετασχηματισμού της χώρας (με ποσοστό έγκρισης 73,5%).
Με την Οικονομία να αποτελεί κεντρικό ζήτημα στον νέο κύκλο που ξεκινά, στην ίδια δημοσκόπηση αναδεικνύονται και οι «γκρίζες ζώνες» της διετίας που ίσως καθορίζουν το νέο ισοζύγιο. Με το Εργασιακό στην κορυφή της σχετικής λίστας (59,4% αρνητική εικόνα έναντι 34,1% θετικής), την ασφάλεια και την εγκληματικότητα, την Παιδεία και την οικονομική κατάσταση να αποτελούν προβληματικά πεδία, η κυβέρνηση γνωρίζει ήδη ποιοι τομείς αποτελούν τα νέα στοιχήματα.