Η αύξηση των κρουσμάτων σύφιλης, ειδικά μεταξύ νεαρών Αυστραλών γυναικών, έχει ανησυχήσει πολύ τους ειδικούς στον τομέα της υγείας σχετικά με τον πιθανό αντίκτυπο της λοίμωξης στις εγκυμοσύνες.
Επίσης, ανησυχητικό, σύμφωνα με μια νέα έκθεση του Ινστιτούτου Kirby του Πανεπιστημίου της ΝΝΟ, είναι ότι οι περισσότερες σεξουαλικά μεταδιδόμενες λοιμώξεις (ΣΜΝ) παραμένουν αδιάγνωστες και χωρίς θεραπεία σε ολόκληρη τη χώρα, κάτι που όπως λένε οι ερευνητές υπογραμμίζει την επείγουσα ανάγκη της αύξησης των προληπτικών εξετάσεων.
Το 2021, σύμφωνα με στοιχεία, υπήρξαν 86.916 διαγνώσεις χλαμυδίων, 26.577 περιπτώσεις γονόρροιας και 5.570 καταγεγραμμένες λοιμώξεις από σύφιλη.
Οι διαγνώσεις για χλαμύδια και γονόρροια μειώθηκαν σε εθνικό επίπεδο – αλλά ο αριθμός των Αυστραλών που εξετάστηκαν επίσης μειώθηκε σε ποσοστό 14% από τα επίπεδα προ πανδημίας.
Οι ερευνητές λένε ότι η πανδημία και τα lockdown επηρέασαν τον τρόπο που κοινωνικοποιούμασταν και αλληλεπιδρούσαμε με τους σεξουαλικούς συντρόφους και διαμόρφωσε τα τελευταία στοιχεία.
Από την άλλη πλευρά, η σύφιλη αυξανόταν σταθερά μεταξύ των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας, των ομοφυλόφιλων και αμφιφυλόφιλων ανδρών και των Αβορίγινων και Torres Strait Islanders.
Σύμφωνα με την έκθεση, τα περισσότερα ΣΜΝ που κυκλοφορούν στην Αυστραλία παραμένουν αδιάγνωστα. Περισσότεροι από ένας στους 25 νέους ηλικίας 15-29 ετών είχαν χλαμύδια πέρυσι, αλλά λιγότερο από το ένα τρίτο αυτών των νέων διαγνώστηκαν.
Τα άτομα με χλαμύδια και γονόρροια, τα πιο κοινά ΣΜΝ, συχνά δεν έχουν συμπτώματα. Και τα δύο ΣΜΝ όμως μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές μακροπρόθεσμες βλάβες στην υγεία, συμπεριλαμβανομένης της φλεγμονώδους νόσου της πυέλου στις γυναίκες και της υπογονιμότητας σε άνδρες και γυναίκες.