H Έξοδος του Μεσολογγίου ή κατά ορισμένους συγγραφείς Ολοκαύτωμα του Μεσολογγίου αναφέρεται στην έξοδο που πραγματοποίησαν οι πολιορκημένοι στρατιώτες και άμαχοι του Μεσολογγίου. Πρόκειται για μια από τις σπουδαιότερες μάχες των αγωνιστών του 1821, καθώς το Μεσολόγγι είχε στρατηγική σημασία για την ανάπτυξη του τουρκικού στρατού στη Δυτική Ελλάδα.
H πρώτη απόπειρα κατάκτησης έγινε το 1826 όταν ο Ομέρ Βρυώνης και ο Κιουταχής Πασάς επιτέθηκαν με 12.000 στρατό στα μικρά τείχη της πόλης όπου και τους απέκρουσαν οι Μεσολογγίτες. Η μεγαλειώδης αυτή μάχη μάλιστα ενέπνευσε τον Διονύσιο Σολωμό να γράψει τον Ύμνο για την Ελευθερία.
Ο Σουλτάνος, για να καταπνύξει την ελληνική επανάσταση, το 1825 διέταξε νέα επίθεση στο Μεσολόγγι, πιεζόμενος μάλιστα και από την Ιερή Συμμαχία να πνίξει στο αίμα την ελληνική επανάσταση. Οι Μεσολογγίτες και οι Σουλιώτες, μαζί με τους Φιλέλληνες που είχαν προστρέξει για βοήθεια στην πόλη, είχαν λάβει ήδη τα μέτρα τους και προετοίμασαν γα τον Οθωμανικό στρατό ένα πραγματικό κολαστήριο.
Ωστόσο η μοναδική απειλή του πολέμου για τους μοναδικούς μαχητές του Μεσολογγίου δεν ήταν ο εχθρός, αλλά η διχόνοια του εμφυλίου πολέμου και η έλλειψη τροφίμων. Η πείνα σκοτώνει αργά και βασανιστικά τους ηρωικούς υπερασπιστές της πόλης. Το 1826, μετά από 11 μήνες απόλυτου αποκλεισμού, η πείνα θέριζε αφού πρώτα εξαντλούσε τους πολιορκημένους. Περίπου 100 άνθρωποι πέθαιναν κάθε ημέρα από την πείνα και οι εναπομείναντες ανήμποροι ακόμη, δεν είχαν φυσικές δυνάμεις να τους θάψουν. Από τις 10 Μαρτίου οι μαχητές του Μεσολογγίου δεν είχαν ούτε καν ψωμί να φάνε, καθώς είχε διακοπεί η διανομή άρτου. Το αλεύρι έγινε λιγοστό. Καθημερινά για φαγητό σφάζονταν κατοικίδια και τρωκτικά και αφού τα έφαγαν όλα, στο τέλος κατέληξαν στις αρμυρίθρες. Ο Κωστής Παλαμάς για την ταπεινή αρμυρίθρα λέει ότι έγινε το ψωμί της παλικαριάς. Είχαν φτάσει να τρέφονται με σκόρδα μόνο, φτιάχνοντας σκορδαλιές. Στα τείχη πολεμούσαν οι υπερασπιστές, από τη μια μεριά είχαν το όπλο και από την άλλη ένα γουδί που έφτιαχναν σκορδαλιά.
Αρχισαν να παθαίνουν δυσεντερίες. Εξάντλησαν ό,τι ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθεί για τροφή. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, φτάσανε την τελευταία στιγμή ακόμη και σε περιπτώσιες καννιβαλισμού, εκεί όπου κόπηκαν τμήματα μυρών και τηγανίστηκαν, ακόμη κα εντόσθια νεκρών.
Ειδαν πολλούςαπό τις γειτονιές να έχουν πάρει το λασπωμένο νερό γιατί στην πόλη τις τελευταίες 25 ημέρες δεν υπήρχε καθαρό νερό, και να έχουν βράσει σε αυτό ανθρώπινη σάρκα από σκοτωμένους. Και όλα αυτά συνέβαιναν τη στιγμή που δέχονταν συνεχώς προτάσεις για να παραδώσουν την πόλη.
Οι Μεσολογγίτες και οι Φιλέλληνες που οχυρώθηκαν ήταν αποφασισμένοι να υπερασπιστούν μέχρι θανάτου την πόλη τους. Το ίδιο αποφασισμένοι όμως ήταν και οι Τούρκοι πολιορκητές που μάχονταν με έπαθλο όχι την πόλη, αλλά την ίδια τους τη ζωή. Τον Φεβρουάριο του 1825 ο Τούρκος Αρχιστράτηγος Μεχμέτ Ρεζίπ Πασάς ή αλλιώς Κιουταχής, έλαβε από την Υψηλή Πύλη κάθε υλική παροχή και μόνο μια εντολή «ή το Μεσολόγγι ή το κεφάλι σου», του είχε πει ο Σουλτάνος. Στο Μεσολόγγι αμέσως έστειλαν αντιπρόσωπο στην κεντρική διοίκηση Ναυπλίου για να ενημερώσουν σχετικά με την εντολή του Σουλτάνου. Ήδη από την πρώτη επίθεση του Μεσολογγίου, μας λέει ο Αριστείδης Καβαγιάς Πρ. Πνευματικού Κέντρου Δήμου Ιεράς Πόλης Μεσολογγίου, οι ομάδες μέσα στην πόλη ερίζουν και μάταια προσπαθεί ο Μάρκος Μπότσαρης, ο οποίος παίρνει μέρος στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου, να μονιάσει όλους μάλιστα σχίζει και το δίπλωμά της Αρχιστρατηγίας του λέγοντάς τους ότι τα διπλώματα τα παίρνουν στη μάχη και δεν τους τα χαρίζει κανένας. Όρισε λοιπόν η κυβέρνηση Ναυπλίου στις 12 Απριλίου, 3 ημέρες πριν την πολιορκία, τριμελή επιτροπή που αποτελείτο από τους Παπαδιαμαντόπουλος, Πρόεδρο, Θέμελης και Καναβό μέλη.
Τα οχυρωματικά έργα
‘Ενα απλό τείχος από χώμα και μια τάφρος ήταν η ανεπαρκής οχύρωση της πόλης. Τα οχυρωματικά έργα ανέλαβε ο Μιχαήλ Κοκκίνης, ο οποίος κατάφερε μέσα σε ένα μικρό χρονικό διάστημα να μετατρέψει το μικρό τείχος σε ένα απόρθητο φρούριο. Ηταν ο εμπνευστής της τάφρου ενός σπουδαίου έργου 1600 μ. μήκους και 8-9 πλάτους, με 4 μ. το μέγιστο βάθος. Έκαναν τέτοια οχύρωση στην πόλη που σήμερα οι σύγχρονοι, που έχουν μελετήσει το σχέδιο της εξόδου θαυμάζουν αυτό το πράγμα.
Ο Κοκκίνης, για να τιμήσει τους Φιλέλληνες και να κινητοποιήσει την Ευρώπη έδωσε στους προμαχώνες και ονόματα Ευρωπαϊκών θρύλων, όπως ο Γουλιέλμος Τέλλος, ο Γουλιέλμος της Οράγγης, ο Μονταλαμπέρ, ο Σέφιλντ, ο Φραγκλίνος και ο Μπάιρον.
Γύρω από το Μεσολόγγι υπήρχαν και πολλά απόρθητα νησάκια που ήταν ένα αμυντικό εργαλείο της φύσης. Οι τούρκοι δεν μπορούσαν να πάνε σε αυτά τα νησάκια μέσω θαλάσσης. Επικεφαλής της φρουράς, του Μεσολογγίου ήταν ο Αθανάσιος Ραζικότσικας, ενώ γενικές μορφές της άμυνας της πόλης υπήρξαν ο Νότης Μπότσαρης, ο Σπυρομήλιος, ο Χρήστος Καψάλης και ο Κίτσος Τζαβέλας.
Η πολιορκία
Στις 13 Απριλίου 1825 ο Κιουταχής παρατάχθηκε μπροστά από το Μεσολόγγι. Η δύναμή του ήταν επιβλητική με χιλιάδες πολεμιστές σκλάβους και πολύ ισχυρό πυροβολικό 25.000 και άλλους 35.000. Απέναντι από το πολυάριθμο ασκέρι του Κιουταχή παρατάχθηκαν μόλις 4 χιλιάδες ένοπλοι Έλληνες και πολλοί άμαχοι, σε σύνολο 10.000-11.000.
Η αναλογία των πολεμιστών, στην καλύτερη περίπτωση, ήταν 1 προς 6 υπέρ των Τούρκων. Στις 15 Απριλίου 1825 άρχισαν οι πρώτες τρομακτικές επιθέσεις και οι Μεσολογγίτες συνέχισαν την ομηρική παράδοση. Ο κ. Καβαγιάς είπε :«Έχουμε γεγονότα που μας θυμίζουν εποχή Ομήρου και Τρωϊκού πολέμου, δηλαδή τα βράδια συνομιλούν οι πολιορκημένοι με τους πολιορκούμενους. Βρίζονται, κάνουν γιουρούσια πότε οι μεν, πότε οι δε. Βγαίνουν οι Μεσολογγίτες έξω τους κάνουν φασαρία και τους κτυπούν. Το ίδιο προσπαθούν να κάνουν και οι Τούρκοι, είναι κάτι πολύ συγκλονιστικό».
Πρώτος νεκρός
Πρώτος νεκρός είναι ο Κωστής Μπαλτάς από τις Σέρρες, για τον οποίο θρηνούν πάρα πολλοί Μεσολογγίτες. Ο Μπαλτάς που άφησε την πόλη του μετά την κατάρρευση του μετώπου της Χαλκιδικής για να πολεμήσει τους Οθωμανούς στην τρίτη πολιορκία του Μεσολογγίου ήταν περιβόητος πυροβολητής ενώ διακρίθηκε και ως τουφεκιοφόρος..
Ο Κιουταχής δεν χάνει χρόνο. Σκάβοντας χαρακώματα πλησιάζει απειλητικά στα 0 μέτρα την οχυρωμένη πόλη και αμέσως αρχίζουν οι βομβαρδιμοί. Οι οπλαρχηγοί μετά από μια κρίσιμη μάχη στέλνουν επειγόντως επιστολή στην κυβέρνηση και ζητούν άμεση βοήθεια.
Η επαναστατημένη Ελλάδα όμως είναι σε εμφύλιο και η διχόνοια βάζει σκοπιμότητες πάνω από το εθνικό συμφέρον. Η κατάσταση έγινε δραματική όταν οι Τούρκοι έκοψαν την υδροδότηση της πόλης. Οι Μεσολογγίτες σκάβουν πηγάδια αλλά δυστυχώς το υπέδαφος είναι γλυφό γιατί από κάτω είναι τα νερά της λιμνοθάλασσας. Οι Τούρκοι είναι έτοιμοι να μπουν στην πόλη.
Ο εκλεγμένος διοικητής των Μεσολογγιτών Αθανάσιος Ρατζικότσικας έδειξε το θάρρος και την ανδρεία του. Με το σώμα των 300 περίπου που είχε, κατάφερε να διώξει ουσιαστικά τους Τούρκους και τους κυνήγησε κιόλας. Οι Μεσολογγίτες αντέχουν και προκαλούν τον πανίσχυρο τουρκικό στρατό. Κάποια στιγμή μάλιστα ο Κιουταχής, ο οποίος είχε το στρατόπεδό του κάπου εκεί που είναι η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, τα βράδια έβγαινε κάποιος και του φώναζε βρισιές. Αναγκάστηκε να μην τις ακούει και μετέφερε λένε τη σκηνή του κάμποσα μέτρα παραπέρα γιατί όλο αυτό τον έθιγε ως άνθρωπο.
Οι ευρηματικοί λαγουμιτζήδες του Μεσολογγίου
Μέχρι και τα μέσα του Ιουνίου 1825 οι Μεσολογγίτες είχαν καταφέρει να προκαλέσουν τεράστιες απώλειες στον στρατό του Κιουταχή. Οι λαγουμιτζήδες, ειδικοί θαρραλέοι άνθρωποι, ανατίναζαν υπονόμους που άνοιγαν κάτω από το τουρκικό στρατόπεδο και οι Οθωμανοί έτρεμαν. Ο Κώστας Χρωμοβίτης ήταν ο καλύτερος λαγουμιτζής. Άνοιγε υπονόμους και τους ανατίναζε με αποτέλεσμα να γκρεμίζει τα χωμάτινα τείχη τα οποία προσπαθούσαν να υψώσουν οι Τούρκοι. Οι υπερασπιστές συχνά αιφνιδιάζουν τους Τούρκους με εξόδους που τους διαλύουν την ψυχολογία. Οι Τούρκοι, σε κάθε είδους επίθεση είχαν νεκρούς της τάξεως μεταξύ 100-150 τη στιγμή που τα ελληνικά σώματα των 300 ή 400 στρατιωτών είχαν απώλεια της τάξεως μεταξύ 10-11 νεκρούς.
Η εφημερίδα «Ελληνικά Χρονικά»
Ο φιλέλληνας Ιάκωβος Μάγιες τύπωνε μέσα στην πολιορκημένη πόλη την εφημερίδα «Ελληνικά Χρονικά».
Ο ρόλος της ήταν πρωτοποριακός. Παρά τις οβίδες και την πείνα, η πόλη αμυνόταν και σε πνευματικό επίπεδο.
Φρόντιζε να καλύπτει όλες τις καθημερινές ειδήσεις.
Δεν σταμάτησε ούτε στιγμή, μέσα σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες, να πληροφορεί καθημερινά με λεπτομέρεια τα γεγονότα, τα οποία αποτελούν μέχρι σήμερα μια αληθινή ιδανική πηγή ιστορικής μαρτυρίας για την επανάσταση και κυρίως για την έξοδο του Μεσολογγίου.
Το πρώτο φύλλο κυκλοφόρησε την πρωτοχρονιά του 1824 και εκδιδόταν ανελλιπώς έως τις 20 Φεβρουαρίου 1826, όταν καταστράφηκε το τυπογραφείο, πρωτού όμως καταστραφεί έπεσε στα χέρια των επαναστατών μια επιστολή του Κιουταχή προς τον υποπρόξενο της Αυστρίας στη Ζάκυνθο.
Σ αυτήν τον ευχαριστούσε για τις ελληνικές εφημερίδες που του έστελνε και ιδιαίτερα για τα Ελληνικά Χρονικά που τυπώνονταν στο Μεσολόγγι. Ο Κιουταχής ζητούσε μάλιστα από τον εκδότη να του δώσει και τις πιο έγκυρες εκδόσεις των πολιορκημένων.
Οι Μεσολογγίτες το έμαθαν και με χιούμορ έκαναν στον Τούρκο πασά μια ενδιαφέρουσα πρόταση. «Γιατί δεν γίνεσαι και συ συνδρομητής όπως όλος ο κόσμος σε όλα τα μήκη και πλάτη της Οθωμενικής Αυτοκρατορίας; Θα μπορέσεις να την λαμβάνεις έγκαιρα και να μην γυρνάς δώθε κείθε να ζητιανεύεις τα φύλα της…
Η βοήθεια του Μιαούλη
Οι Τούρκοι αποκλείουν τη θαλάσσια πρόσβαση, αλλά αυτό δεν ήταν εμπόδιο για τον Μιαούλη, που με γενναιότητα έσπασε τον αποκλεισμό. Ο τουρκικός στόλος, που είδε την κίνηση του Μιαούλη προσπάθησε να προβάλει εμπόδιο με αποτέλεσμα ανοικτά στο πέλαγος να γίνει η περίφημη Ναυμαχία. Ο Μιαούλης με τους άνδρες του νίκησε τους Τούρκους και κατόρθωσε να φέρει τα πολύτιμα εφόδια μέσα στην πόλη. Ετσι ο ελληνικός στόλος πίεζε τους Τούρκους που αναγκάζονται να καταφύγουν
στην Κεφαλονιά που ήταν υπό αγγλική κατοχή. Ενώ στις 24 Ιουλίου ο Καραϊσκάκης
(ο οποίος βοήθησε και στην πρώτη πολιορκία) με 1.000 άνδρες αναγκάζει τον Κιουταχή να οπισθοχωρήσει και να χαλαρώσει κάπως η πολιορκία.
Κέρασαν κρασί στον Κιουταχή
Στις 18 Ιουλίου ο Κιουταχής έκανε επίσημη πρόταση παράδοσης της πολιορκίας στους Μεσολογγίτες. Μέχρι το βράδυ δεν πήρε απάντηση και πίστευε ότι η πόλη θα συνθηκολογήσει. Και για αυτό τους έστειλε νέα επιστολή στην οποία έγραφε..«μέχρι να υπογραφεί η συνθήκη δώστε δύο κανονιοστάσια και μια πύλη και όσοι επιθυμείτε μπορείτε να αποχωρήσετε από την πόλη». Η απάντηση όμως ήταν σπαρτιάτικη. Είπαν την περίφημη εκείνη φράση: «τα κλειδιά του Μεσολογγίου είναι κρεμασμένα στις μπούκες των κανονιών μας». Συγχρόνως του έστειλαν ορισμένες νταμιτζάνες με κρασί για να γλεντήσει την απάντηση η οποία ήταν αρνητική, του είπαν ότι «αν γίνει αυτό που λες θα χυθεί πάρα πολύ αίμα».. Έτσι ο Κιουταχής κατάλαβε πως τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα.
Ο Κιουταχής στη συνέχεια κάνει την τελευταία του προσπάθεια. Την 1η Σεπτεμβρίου 1825 συγκεντρώνει στρατό σε δύο τρία σημεία της οχύρωσης και βομβαρδίζει. Οι υπερασπιστές τον αντιμετωπίζουν με γενναιότητα και ψυχραιμία ενώ με τις εξόδους περνούν και στην αντεπίθεση.
Στις 26 Οκτωβρίου ο Καραϊσκάκης μπήκε ξανά στο Μεσολόγγι. Ζήτησε από τους οπλαρχηγούς της φρουράς να επιτεθούν μαζί με τον Κιουταχή αλλά η πρότασή του δεν εισακούστηκε. Το Μεσολόγγι μετρούσε νίκες, ενώ ο Κιουταχής είχε υποχωρήσει. Τότε η κυβέρνηση του Ναυπλίου θεώρησε ότι η πολιορκία είχε διακοπεί οριστικά. Έτσι απέσυρε τον ελληνικό στόλο που κρατούσε ανοικτή την τροφοδοσία. Οι Μεσολογγίτες αντέδρασαν αμέσως και έδειξαν τη δυσφορία τους γι’ αυτή την απόφαση, διότι πράγματι ο μόνος τρόπος για να επικοινωνήσουν με τον έξω κόσμο ήταν από την πλευρά της θάλασσας.
Η δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου οδήγησε σην ηρωική έξοδο των ελεύθερων πολιορκημένων, η οποία συγκλόνισε όλη την Ευρώπη Η πρώτη φάση είχε δυσάρεστα αποτελέσματα για τον τούρκο αρχιστράτηγο και τον στρατό του. Ο Σουλτάνος ο οποίος απείλησε τον Κιουταχή με το εξής: «Ή το Μεσολόγγι ή το κεφάλι σου», θεώρησε ότι μόνος του ήταν ανερπαρκής και φοβούμενος νέα ταπεινωτική ήττα ζητήσε τη συνδρομή του Αιγύπτιου γαλλομαθή Ιμπραήμ πασά ο οποίος έσπευσε στη λιμνοθάλασσα με περίπου 27.000 στρατό. Επικεφαλής του στρατού ήταν οι Γάλλοι. Βεβαίως του έδωσε αντάλλαγμα και το αντάλλαγμα ήταν η Κρήτη. Οι Μεσολογγίτες όμως δεν πτοήθηκαν και απέκρουσαν τη συνδυασμένη επίθεση των δύο αρχιστράτηγων. Στο νησάκι της Κλείσοβας μάλιστα μια χούφτα μαχητές, εξολόθρευσαν 6 .000 Τούρκους και Αιγύπτιους μαχητές γράφοντας μια από τις πιο σπουδαίες σελίδες του αγώνα αλλά και της παγκόσμιας στρατιωτικής ιστορίας. Η Ιερή Συμμαχία και ο Μέτερνιχ ήθελαν να καταπνίξουν, όχι μόνο την επανάσταση στην Ελλάδα, αλλά γενικά κάθε επανάσταση. Ετσι λοιπόν παρότρυναν τον σουλτάνο με κάθε θυσία να καταπνίξει την επανάσταση στην Ελλάδα. Οταν συναντήθηκε ο Ιμπραήμ με τον Κιουταχή του είπε:«Αυτόν τον φράχτη δεν μπορούσες να κυριεύσεις τόσο καιρό;» Ο Κιουταχής δικαιολογήθηκε και προσποιήθηκε ότι συνάντησε δυσκολίες και άλλα. Αλλά ο περιφρονητικός τρόπος που μίλησε ο Ιμπραήμ στον Κιουταχή τον ανάγκασε να τραβηχθεί πίσω και να στρατοπεδεύσει στα μισά του βουνού και του λέει: «Προσπάθησε να τον πάρεις εσύ».
Η επίθεση Ιμπραήμ
Ο Αιγύπτιος Ιμπραήμ επιχείρησε με τις δικές του δυνάμεις να καταλάβει το Μεσολόγγι στις 16 Ιανουαρίου 1826. Ο Ιμπραήμ με αλαζονία είπε ότι θα χρειαστεί 15 ημέρες για να το πάρει. Στις 16 Φεβρουοαρίου ο στρατός του επιτέθηκε στα τείχη από τον προμαχώνα του Μπότσαρη, ρίχνοντας χειροβομβίδες. Τότε ο Ιμπραήμ κατάλαβε γιατί δεν έπεφτε ο φράχτης, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν πάνω από 600 στρατιώτες. Αναγκαστικά ο Ιμπραήμ ρίχνεται στη μάχη, μαστιγώνει τους στρατιώτες του και τους λέει: Εάν υποχωρήσετε θα σας σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια. Η αποτυχία του ήταν ως αποτέλεσμα να συμπράξει μετά του Κιουταχή. Οι δύο στρατοί κατέστησαν ασφυκτική την πολιορκία με ανηλεή κανονιοβολισμούς του Μεσολογγίου και με την κατάληψη των στρατηγικής σημασίας νησίδων Βασιλάδι και Κλείσοβας. Μετά την πτώση των δύο νησίδων, η θέση των πολιορκουμένων κατέστη δεινή, μετά και την αποτυχία του Μιαούλη να διασπάσει τον ναυτικό αποκλεισμό.
Η κατάσταση πλέον μέσα στην πόλη είχε φθάσει σε οριακό σημείο. Υπό τις συνθήκες αυτές που καθιστούσαν αδύνατη την αποτελεσματική υπεράσπιση της πόλης αποφασίστηκε σε συμβούλιο οπλαρχηγών και προκρίτων στις 6 Απριλίου η έξοδος, η οποία ορίστηκε γι΄αυτή, η νύχτα του Σαββάτου του Λαζάρου προς Κυριακή των Βαϊων.
Τα μεσάνυχτα, σύμφωνα με το σχέδιο, χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες, υπό τους Δημήτριο Μακρή, Νότη Μπότσαρη και Κίτσο Τζαβέλα, με την ελπίδα να διασπάσουν τις εχθρικές γραμμές, επωφελούμενοι από τον αιφνιδιασμό των πολιορκητών. Όμως, το σχέδιο της εξόδου, είτε προδόθηκε, είτε δεν εφαρμόστηκε σωστά κι έτσι οι δυνάμεις του Ιμπραήμ κατέσφαξαν με τα γιαταγάνια τους μαχητές της ελευθερίας. Στο μεταξύ, μέσα στο Μεσολόγγι, είχαν αρχίσει οι σφαγές από τους Τουρκοαιγύπτιους, που είχαν εισβάλει από άλλο σημείο της πόλης. Σε πολλά σημεία σημειώθηκαν δραματικές σκηνές. Ο Δημογέροντας Καψάλης, όταν κυκλώθηκε από τους εισβολής στο σπίτι του, όπου είχαν συγκεντρωθεί τραυματίες, γέροι και γυναικόπαιδα, έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη, ενώ ο μητροπολίτης Ρωγών Ιωσήφ ανατίναξε τον Ανεμόμυλο, στην τελευταία πράξη αντίστασης, όταν κυκλώθηκε από τους εχθρούς. Το πρωί της 10ης Απριλίου η οθωμανική πανσέληνος κυμάτιζε στα χαλάσματα του Μεσολογγίου. Οι πληροφορίες για τις απώλειες των Ελλήνων κατά την πολιορκία και την έξοδο είναι αντιφατικές. Πιθανότερο φαίνεται ότι από τους 3.000 πήραν μέρος στην έξοδο οι 1.700 έπεσαν ηρωϊκά μαχόμενοι. Ανάμεσα στους νεκρούς ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, ο Μιχαήλ Κοκκίνης, ο Αθανάσιος Ραζηκότσικας, ο Νικόλαος Στορνάρης, ο Γερμανός εκδότης της εφημερίδας «Ελληνικά Χρονικά» Ιάκωβος Μάγιερ και άλλοι Γερμανοί φιλέλληνες. γύρω στα 6.000 γυναικόπεδα οδηγήθηκαν για να πουληθούν στη Μεθώνη και στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης και της Αλεξάνδρειας. Οι απώλειες για τους Τουρκοαιγύπτιους εισβολής ανήλθαν σε 5.000 άνδρες. Η Επανάσταση, μετά την πτώση του Μεσολογγίου, είχε σχεδόν κατασταλεί. Η φλόγα της όμως, παρέμεινε άσβεστη, καθώς η ήττα μετατράπηκε σε νίκη. Ένα νέο κύμα φιλελληνισμού αναδύθηκε μετά την αμαύρωση του Αγώνα, εξαιτίας του εμφυλίου σπαραγμού. Αυτό με τη σειρά επηρέασε εμμέσως την ευρωπαϊκή διπλωματία για τα εθνικά δίκαια των Ελλήνων.
Πολλά έργα, ζωγραφικά, λογοτεχνικά και άλλα απαθανάτισαν τη θυσία του Μεσολογγίου. Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός έγραψε την ημιτελή ποιητική του σύνθεση «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» με τους γνωστούς στίχους από το Σχεδιάσμα Β΄:
Άκρα του τάφου η σιωπή στον κάμπο βασιλεύει
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια πείνα εμαύρισε, στα μάτια η μάνα μνέει΄
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει: «Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;