Του Λευτέρη Κορυφίδη
Ο Αμερικανός συγγραφέας Έρνεστ Χεμινγουέι γράφει με βάση όσα έζησε ως πολεμικός ανταποκριτής καναδικής εφημερίδας:
“Το χειρότερο […] ήταν οι γυναίκες με τα νεκρά παιδιά. Δεν μπορούσαμε να τις πείσουμε να μας δώσουν τα πεθαμένα παιδιά τους. Είχαν τα παιδιά τους νεκρά ακόμα και έξι μέρες, αλλά δεν τα εγκατέλειπαν. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Τελικά έπρεπε να τους τα πάρουμε με τη βία” / “ Είχαμε ρητές εντολές να μην επέμβουμε, να μη βοηθήσουμε …Το πλοίο μας είχε τόση δύναμη, που θα μπορούσαμε να βομβαρδίσουμε όλη τη Σμύρνη και να σταματήσουμε το μακελειό, αλλά η εντολή ήταν να μην κάνουμε τίποτα…»
[Έρνεστ Χεμινγουέι, “Στην Εποχή μας (In Our Times)” ( “Στην προκυμαία της Σμύρνης”)]
Μνημονεύουμε τούτες τις μέρες ένα ιστορικό γεγονός και ταυτόχρονα, ενισχύοντας τη δυναμική του, νιώθουμε την ανάγκη να ισχυροποιήσουμε τη διεκδίκηση της ιστορικής του οντότητας.
Η ιστορική μνήμη των σύγχρονων Ελλήνων δοκιμάζεται κατά περιόδους άλλοτε από υποτονικές και άλλοτε από εκκωφαντικές προγονολατρικές αναφορές. Σημασία, όμως, έχει το κάθε ιστορικό γεγονός να το αντιμετωπίζουμε με την πρέπουσα νηφαλιότητα, ψυχραιμία και αντικειμενικότητα, ώστε να κατανοήσουμε ορθά ακόμα και τις πιο ευαίσθητες πτυχές του.
Η όποια διεκδίκηση ενός λαού, στηριζόμενη στην ιστορικά καθορισμένη εθνική του μνήμη, οφείλει πάνω από όλα να έχει ως απώτερο στόχο την αποκατάσταση της ηθικής ισορροπίας, την οποία ορίζει το Δίκαιο και η Ειρήνη, και την ομαλή συμβίωση των λαών. Μόνο με αυτόν τον τρόπο η ιστορική μνήμη δεν καθίσταται ένα καταναλωτικό αγοραίο προϊόν, αλλά μια ουσιαστική και βαθιά πολιτική πράξη που μπορεί να έχει συνέχεια ως αναπόσπαστο στοιχείο της πολιτισμικής ταυτότητας ενός λαού, στην περίπτωσή μας του ελληνικού.
Στις 24 Φεβρουαρίου 1994 η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως Ημέρας Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων που έλαβε χώρα στο μικρασιατικό Πόντο την περίοδο 1916-1923. Η ημερομηνία αυτή επιλέχτηκε, επειδή στις 19 Μαΐου του 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στην Σαμψούντα και τότε ξεκίνησε η δεύτερη και πιο βίαιη φάση του σχεδίου αφανισμού των Ελλήνων. Η αναγνώριση αυτή, παρόλη την εβδομηκονταετή καθυστέρηση, αποτέλεσε ηθική δικαίωση για τον ποντιακό ελληνισμό και συνέδεσε το σύγχρονο ελληνισμό με το ιστορικό του γίγνεσθαι. Επίσης, το 1998, η Βουλή ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη “της 14ης Σεπτεμβρίου ως ημέρας εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος”.
Πριν, όμως, περάσουμε σε μια ανασκόπηση του χρονικού της γενοκτονίας θα πρέπει να εξηγήσουμε τον όρο “γενοκτονία”.
Η γενοκτονία, λοιπόν, ως όρος καθιερώθηκε στη δίκη της Νυρεμβέργης το 1945, στην οποία καταδικάστηκε η ναζιστική ηγεσία για τα εγκλήματα πολέμου κατά των Εβραίων. Ως νομική έννοια διατυπώθηκε στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών και καθιερώθηκε στις 9/12/1948, με τη σύμβαση της Ρώμης για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Συγκεκριμένα, ο όρος σημαίνει τη μεθοδική εξολόθρευση, ολική ή μερική, μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας. Πρόκειται για έγκλημα, το οποίο δεν συνδέεται με πολεμικές συγκρούσεις και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί στο πλαίσιο καμιάς … πολεμικής πρακτικής.
Τρεις γενοκτονίες συντελέστηκαν κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, των Αρμενίων, των Ελλήνων του Πόντου και των Εβραίων.
Η διεθνής βιβλιογραφία και τα κρατικά αρχεία πολλών χωρών καταγράφουν το έγκλημα που διαπράχθηκε εναντίον των παραπάνω λαών. Συγκεκριμένα, η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου εντάσσεται στο πλαίσιο εξαφάνισης του ελληνισμού που κατοικούσε ισχυρός θεματοφύλακας της ελληνικής ταυτότητας στις απομακρυσμένες από την υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Εντάθηκε τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, αλλά είχε ξεκινήσει πολύ πιο πριν.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, οι Οθωμανοί κατέλαβαν την Τραπεζούντα (1461) και άρχισαν να απλώνουν την κυριαρχία τους στο μικρασιατικό Πόντο. Απέναντι στους Έλληνες του Πόντου άλλοτε κρατούσαν ουδέτερη στάση και άλλοτε, μέσα στο πλαίσιο της τακτικής του εξισλαμισμού και του εκτουρκισμού, οργάνωναν διωγμούς και σφαγές, προσπαθώντας να ξεριζώσουν την ελληνική και χριστιανική τους ταυτότητα. Αυτή η συμπεριφορά αιτιολογείται από το γεγονός ότι οι Έλληνες στην περιοχή του Πόντου διακρίνονταν από μία απίστευτα δυναμική παρουσία.
Μπορεί να αποτελούσαν μειονότητα (το 40% του πληθυσμού), αλλά γρήγορα κυριάρχησαν στην οικονομική ζωή του τόπου, ζώντας κυρίως στα αστικά κέντρα, οργανωμένοι σε αναπτυγμένες ελληνορθόδοξες κοινότητες. Ασχολούνταν κυρίως με τον αγροτικό τομέα και το εμπόριο δίνοντας, όμως, ταυτόχρονα ιδιαίτερη σημασία στην ανάπτυξη της Παιδείας με κάθε τρόπο.
Το 1860 υπήρχαν 100 σχολεία στον Πόντο, ενώ το 1919 υπολογίζονται σε 1401, ανάμεσά τους και το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Εκτός από σχολεία διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες και θέατρα, που τόνιζαν το υψηλό τους πνευματικό επίπεδο. Η οικονομική τους ανάκαμψη, λοιπόν, συνδυάστηκε με τη δημογραφική και την πνευματική τους άνοδο. Στις αρχές του 20ού αιώνα, οι Έλληνες του Πόντου άγγιζαν τους 700.000 και, παρότι ζούσαν αποκομμένοι από τον εθνικό κορμό, ενίσχυαν με κάθε τρόπο τη σύνδεσή τους με τη μητροπολιτική Ελλάδα και δεν επέτρεπαν να αλλοιωθεί το κάθε στοιχείο το οποίο πιστοποιούσε αυτήν τη σχέση.
Η προσπάθεια εξόντωσης του ποντιακού ελληνισμού συστηματοποιήθηκε από το 1908, όταν ενισχύθηκε ο τουρκικός εθνικισμός και γέννησε το κίνημα των Νεότουρκων. Οι Νεότουρκοι, με πρόσχημα την ειρηνική συμβίωση όλων των εθνοτήτων που ζούσαν μέσα στο πλαίσιο της πάλαι ποτέ ισχυρής, αλλά στην αυγή του 20ού αιώνα αδύναμης οθωμανικής αυτοκρατορίας, προσπάθησαν να πάρουν με το μέρος τους τους βαλκανικούς λαούς και να θέσουν στο περιθώριο το Σουλτάνο. Πολλές ήταν οι ελπίδες που επενδύθηκαν – όχι μόνο από τους Τούρκους, αλλά και από τους βαλκανικούς λαούς – σε αυτήν την ομάδα των Τούρκων αξιωματικών, αστών και διανοουμένων οι οποίοι ευαγγελίζονταν μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της θνήσκουσας Αυτοκρατορίας.
Σύντομα, όμως, οι ελπίδες διαψεύστηκαν. Οι Νεότουρκοι έδειξαν το αληθινό, σκληρό εθνικιστικό τους πρόσωπο. Με αρχηγό το Μουσταφά Κεμάλ (Κεμάλ Ατατούρκ) επεδίωξαν τον εκτουρκισμό και τον εξισλαμισμό όλων των λαών οι οποίοι ζούσαν σε οθωμανικό έδαφος.
Ένα μέσο για την επίτευξη αυτού του σκοπού ήταν η τακτική της γενοκτονίας η οποία – όπως εύκολα συμπεραίνει κανείς – ήταν ένα προμελετημένο έγκλημα το οποίο οργανώθηκε και εκτελέστηκε με συστηματικότητα και μεθοδικότητα.
Η διαδικασία εξόντωσης των ελληνικών πληθυσμών του Πόντου συντελέστηκε ιστορικά σε δύο συνεχόμενες φάσεις:
η πρώτη διήρκεσε από την έναρξη έως και το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1914 – 1918), η δεύτερη και σκληρότερη φάση ξεκίνησε στις 19 Μαϊου 1919, με την αποβίβαση του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα, και διήρκεσε μέχρι το 1923.
Ο Κεμάλ χρησιμοποίησε διάφορες μεθόδους. Μία από αυτές ήταν ο εκτοπισμός των γηγενών από τις εστίες τους στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας και η εξάντλησή τους από τις κακουχίες και τα βασανιστήρια, Επίσης, με πρόσχημα την «ασφάλεια του κράτους», μετακίνησε ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού στην αφιλόξενη μικρασιατική ενδοχώρα, στα λεγόμενα «Τάγματα Εργασίας» («Αμελέ Ταμπουρού»). Στα «Τάγματα Εργασίας» αναγκάζονταν να υπηρετούν οι άνδρες που δεν κατατάσσονταν στο στρατό, άνδρες πάνω από 45 ετών. Δούλευαν σε λατομεία, ορυχεία και σε δημόσια έργα (όπως στη διάνοιξη δρόμων) κάτω από εξοντωτικές συνθήκες. Οι περισσότεροι πέθαιναν από πείνα, κακουχίες και αρρώστιες.
Παράλληλα, οι Τούρκοι αμφισβήτησαν το δικαίωμα των Ελλήνων να ασκούν ελεύθερα τα επαγγέλματά τους. Επιπλέον, απαγόρευσαν στους μουσουλμάνους να συνεργάζονται επαγγελματικά με τους Έλληνες με την ποινή της τιμωρίας από τις Στρατιωτικές Αρχές. Πραγματοποιούσαν επιθέσεις στα απομονωμένα ελληνικά χωριά· έκλεβαν, σκότωναν, βίαζαν…
Έτσι, οι Τούρκοι ανάγκασαν τους Έλληνες του Πόντου να ανέβουν στα βουνά οργανώνοντας αντάρτικο, προκειμένου να προστατεύσουν τον άμαχο πληθυσμό. Παράλληλη δράση είχαν και οι Αρμένιοι που αντιμετώπιζαν και εκείνοι την οργή των Τούρκων. Οι Πόντιοι και οι Αρμένιοι, έχοντας κοινή μοίρα, προσπάθησαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους και κινήθηκαν προς τη δημιουργία ενός αυτόνομου ομόσπονδου ποντοαρμενικού κράτους έχοντας την υποστήριξη της κυβέρνησης Βενιζέλου. Το ποντοαρμενικό κράτος αναγνωρίστηκε από τη Συνθήκη των Σεβρών (1920), η οποία έγινε δεκτή από το Σουλτάνο (με την πίεση των δυνάμεων της Αντάντ), αλλά απορρίφθηκε από τον Κεμάλ, ο οποίος είχε πια αποκτήσει τέτοια δύναμη στα χέρια του, που του επέτρεπε να περιθωριοποιεί το Σουλτάνο όσον αφορά στην άσκηση της εξουσίας. Η ζωή, λοιπόν, του ποντοαρμενικού κράτους υπήρξε σύντομη και το φιλόδοξο αυτό σχέδιο ματαιώθηκε.
Η εφαρμογή αυτής της πολιτικής του Κεμάλ ανάγκασε χιλιάδες Έλληνες των παραλίων της Μικρασίας να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές εστίες τους και να μετακινηθούν σε άλλες περιοχές με πολυήμερες εξοντωτικές πορείες. Όσοι επέζησαν κατέφυγαν ή στα βόρεια παράλια του Εύξεινου Πόντου (ΕΣΣΔ), ή – κυρίως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 – στην Ελλάδα. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 οι Ελληνοπόντιοι που έχασαν τη ζωή τους ξεπέρασαν τους 200.000, ενώ κάποιοι ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό τους στις 350.000.
Στα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε ότι η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου (όπως και των Αρμενίων και των Εβραίων) δεν ήταν μία καθαρά τουρκική υπόθεση. Υπαγορεύτηκε, υποκινήθηκε και ενισχύθηκε από τα συμφέροντα της Γερμανίας, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας (των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής εκείνης) οι οποίες επεδίωκαν με κάθε τρόπο να κερδίσουν κυρίαρχη θέση στην οθωμανική οικονομία και να ελέγχουν το χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Προμήθευαν, λοιπόν, τους κεμαλικούς με όπλα, χρήματα και στρατιωτικούς συμβούλους δείχνοντας απροκάλυπτα την υποστήριξή τους σε αυτούς.
Μετά τη μικρασιατική καταστροφή οι Έλληνες του Πόντου και της ευρύτερης περιοχής της Μικράς Ασίας ακολούθησαν το δρόμο της προσφυγιάς. Ως πρόσφυγες αγωνίστηκαν να ξαναχτίσουν τη ζωή τους από το μηδέν. Με το φιλότιμο, το δυναμισμό, τις γνώσεις, τις ικανότητές και την απίστευτη θέλησή τους κατόρθωσαν να οργανώσουν και πάλι τη ζωή τους. Άλλαξαν τις πληθυσμιακές ισορροπίες στη Βόρειο Ελλάδα – κυρίως. Με το έργο τους προσέφεραν τα μέγιστα στην ανόρθωση του ελληνικού κράτους. Στον οικονομικό τομέα αξιοποίησαν ακαλλιέργητες εκτάσεις εφαρμόζοντας και νέες καλλιεργητικές μεθόδους. Επίσης, διέπρεψαν στο εμπόριο και τη βιοτεχνία. Στον κοινωνικό τομέα εμπλούτισαν με την νοοτροπία, τα ήθη και τα έθιμα τους, τη ζωή των ντόπιων Ελλήνων. Στον τομέα των Γραμμάτων και των Τεχνών έδωσαν νέα πνοή, έμπνευση και απίστευτη ώθηση.
Για πάνω από 70 χρόνια, η λέξη «γενοκτονία» ήταν σχεδόν απαγορευμένη προς χάριν της Ελληνοτουρκικής φιλίας. Οι Πόντιοι όμως δεν ξέχασαν ποτέ το δράμα των προγόνων τους. Πάντα ερχόταν στο νου τους η εικόνα των γονιών και των παππούδων που, όταν ανέφεραν τη λέξη «πατρίδα», γέμιζαν τα μάτια τους δάκρυα. Και στα τραγούδια τους διατηρείται άσβεστη η λαχτάρα της χαμένης πατρίδας:
“Θεέ μ’! Δείξον τη δύναμη Σ! Χριστέ μ’ ποίσον το θάμα Σ!.
Ποίσον με ποταμόπετραν βαρύν τη καταρράχτε,
Ποίσον με σπέλιας κατωθύρ, σην Γήν καταχωμένον,
Ποίσον με, άν θέλτς, μικρόν λιθάρ, άν θέλτς, ποίσο με Χώμαν.
Θεέ μ’…ποίσον με ίντιαν θέλτς…Μόνον σόν τόπο μ’, άφς με.
Άφς με αδά να θάφκουμαι, σόν τόπον ντ’ εγεννέθα,
σο μνήμαν όμπου έθαψα την μάνα μ’ και τον κύρη μ’…”
Οι τουρκικές κυβερνήσεις αρνούνται μέχρι σήμερα τη σφαγή του 1922 – τη σφαγή των Ελλήνων. Κι όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με αδιάσειστα ντοκουμέντα, τα αποδίδουν στις αναπόφευκτες … ακρότητες του πολέμου· τοποθετούν το θάνατο των Ελλήνων στο πλαίσιο των ευρύτερων απωλειών του πολέμου, του λιμού ή άλλων κοινωνικών αναταράξεων.
Η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική. Η γενοκτονία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας ήταν ένα καλά μελετημένο σχέδιο εξόντωσης όλων των μειονοτήτων της άλλοτε κραταιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που κορυφώθηκε με τη μικρασιατική καταστροφή του 1922. Και αυτό είναι μια ιστορική πραγματικότητα που, όσο κι αν θέλει κάποιος να την παραγνωρίσει ή να τη διαστρεβλώσει, θα έρθει αντιμέτωπος με τις καταστροφές, τα θύματα, τις θηριωδίες, τα αδιάσειστα στοιχεία και ντοκουμέντα αυτής της πράξης.
Η Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού σε επίπεδο κρατών δεν έχει αναγνωριστεί καθολικά. Έχει αναγνωριστεί από την Κύπρο, την Αρμενία, τη Σουηδία, την τοπική κυβέρνηση της Nότιας Αυστραλίας, της Νέας Νότιας Ουαλίας, από οχτώ πολιτείες των Η.Π.Α., αλλά και από διεθνείς οργανισμούς, όπως η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών (IAGS, International Association of Genocide Scholars).
Το να αρνείσαι να αναγνωρίσεις μια γενοκτονία είτε ως θύτης είτε ως παρατηρητής σημαίνει ότι συμβάλλεις στην ατιμωρησία του εγκλήματος και, κατά μία έννοια, συνηγορείς σε αυτό και επιτρέπεις να πραγματοποιηθούν και στο μέλλον παρόμοιες ενέργειες εντασσόμενες σε έναν κύκλο αίματος που, φυσικά, σε καμία περίπτωση δεν ευνοεί την ομαλή συμβίωση των λαών.
Κανένας νοήμων δε διαφωνεί πως οι λαοί πρέπει να ζουν μονοιασμένοι. Γι’ αυτό το λόγο, οι λαοί του κόσμου, κινούμενοι προς αυτήν την κατεύθυνση – της καλλιέργειας του αλληλοσεβασμού και της αλληλεγγύης – οφείλουν να αναλαμβάνουν τις ευθύνες των πράξεών τους και να αποκαθιστούν, με όποιον τρόπο μπορούν, τη Δικαιοσύνη. Αυτού του είδους η ενέργεια είναι από μόνη της ισχυρή να επουλώσει και να θεραπεύσει τις πληγές του παρελθόντος, καθώς καταδεικνύει το αμέριστο ενδιαφέρον στην περιφρούρηση της αξιοπρέπειας του Ανθρώπου.
Ένας από τους τελευταίους επιζώντες της Γενοκτονίας των Ποντίων αφηγήθηκε για την αλησμόνητη πατρίδα και όσα έζησε και τον πληγώνουν. Η συνέντευξη δόθηκε στην κα Αντωνιάδου Μαρία για την εφημερίδα “TO BHMA” στις 19 Μαΐου 2010.
Για ορισμένους μοιάζει με παραμύθι. Σε άλλους φαντάζει ως ένα απόμακρο τραγικό γεγονός που συνέβη κάπου, κάπως, κάποτε. Κάποιοι δεν γνωρίζουν. Για μερικές χιλιάδες αποτελεί ημέρα μνήμης: 353.000 Ελληνες, άνδρες και γυναίκες, παιδιά, έφηβοι, νέοι και γέροι, πεταμένοι κάπου στις πλαγιές, στα χωράφια, στις ρεματιές, χωρίς ποτέ κανένας να μπορέσει να θάψει τα κορμιά τους. Τα Τάγματα Εργασίας, αφού τους εξόντωσαν, τους πέταξαν… Ελάχιστοι οι εναπομείναντες και ακόμη λιγότεροι εκείνοι που ως σήμερα ζουν, θυμούνται και εξιστορούν στα παιδιά, στα εγγόνια, στα δισέγγονα και στα τρισέγγονά τους όσα έζησαν… Την τραγωδία, τη λαίλαπα του πολέμου και του φανατισμού.
Ο 98χρονος κ. Σταύρος Κοντογιαννίδης, στην πορεία της ζωής του μίλησε στα παιδιά του, την Αριάδνη, την Παρθένα, την Αννα, τον Επαμεινώνδα και τον Θεόδωρο, αφηγήθηκε στα δέκα εγγόνια του και στα ισάριθμα δισέγγονά του και θα ήθελε, αν προλάβει, να μιλήσει και σε τρισέγγονό του για την αλησμόνητη πατρίδα. Για τον πατέρα του Θεόδωρο Κοντογιαννίδη, ο οποίος εξοντώθηκε, για τη θεία του Ελένη που αρνιόταν να αποκαλύψει πού κρυβόταν ο άνδρας της ο Αναστάσης… Για τους τούρκους συγχωριανούς τους που τους ειδοποίησαν ότι ερχόταν μεγάλο κακό και τους βοήθησαν να διαφύγουν.
Σταύρος Κοντογιαννίδης, τόπος γεννήσεως Ζιμόνα Χαρίενας, Αργυρούπολη Τραπεζούντας. Ονομα πατρός, Θεόδωρος, επάγγελμα συνταξιούχος, πρώην πεταλωτής, γεωργός, μαραγκός. Εζησε στον Πολύμυλο Κοζάνης τα περισσότερα χρόνια της ζωής του και τώρα ζει στη Θέρμη Θεσσαλονίκης. Ανθρωπος απλός, του μόχθου. Τα χέρια του ακόμη ροζιασμένα από την πολλή δουλειά, και ας πέρασαν πάνω από 20 χρόνια από τότε που πήρε σύνταξη. Η προσφυγιά δεν του επέτρεψε να πάει σχολείο. Τα ποντιακά μπλέκονται με τη νεοελληνική γλώσσα, τα συναισθήματα έντονα. Δεν ξεχνάει όσα χρόνια και αν πέρασαν.
Αφηγείται στο «Βήμα» όσα έζησε και ας τον πληγώνουν. Ήθελε, είπε,να θυμούνται όλοι, να μη μισούν αλλά και να μην ξεχνούν…
«Ημουν οχτώ χρονών.Μια μέρα, στο χωριό, οι Τούρκοι συγχωριανοί και γείτονες, μας ειδοποίησαν ότι έπρεπε να φύγουμε. Θα έρχονταν οι Τσέτες… Φωνές, κλάματα, μοιρολόγια. Βγήκαμε στους δρόμους. Από τη βιασύνη δεν προλάβαμε να πάρουμε τίποτε μαζί παρά μόνο τις εικόνες… και την ψυχή μας. Δεν καταλάβαινα και πολλά. Δεν καταλάβαινα γιατί η μάνα μου κοιτούσε το δυώροφο αρχοντικό σπίτι μας και έκλαιγε κρατώντας μας σφιχτά στην αγκαλιά της.Οι μεγαλύτεροι κρατούσαν στα χέρια τους λίγα ρούχα και ψωμί. Αλλοι έτρεξαν στην όμορφη εκκλησιά μας, τον Αϊ-Γιώργη, πήραν εικόνες, το Ευαγγέλιο και τον σταυρό. Μάνες χάνανε τα παιδιά τους, αδέλφια χωρίστηκαν. Φωνές, κλάματα, κατάρες από τη μια και από απέναντι διαταγές και πυροβολισμοί. Ολοι προσευχόμασταν στον Θεό που δεν μπορούσε να μας βοηθήσει».
Εχασε τρία από τα αδέλφια του και απόμεινε μόνος, με τον μικρό του αδελφό Αχιλλέα, μωρό στην αγκαλιά της μάνας του, ο οποίος θήλαζε και δεν είχε να φάει. Ο τότε 98χρονος κ. Σταύρος Κοντογιαννίδης αφηγήθηκε για την αλησμόνητη πατρίδα και όσα έζησε και τον πληγώνουν
«Απομακρυνόμασταν από τα χωριά μας, περπατούσαμε ημέρες, εβδομάδες και όταν συναντούσαμε χωριά ακούγαμε τους Τούρκους να τραγουδούν το “Γιασά Κεμάλ, γιασά” (“Ζήτω Κεμάλ, ζήτω”)κρυβόμασταν. Οι μανάδες κλείνανε τα στόματα των παιδιών τους για να μην ακούσουν τα κλάματα οι Τσέτες. Αρκετοί ηλικιωμένοι δεν μπορούσαν να περπατήσουν, έπεφταν και δεν σηκώνονταν ποτέ. Πέθαιναν κι έμεναν εκεί άταφοι». Και όμως: «Ζούσαμε στο χωριό αρμονικά με τους Τούρκους. Είχαν πάει εκεί οι προγονοί μου αρκετά χρόνια πριν, κυνηγημένοι από τους Τούρκους στην Τραπεζούντα. Τον πατέρα μου τον σκότωσαν. Στα παιδικά μου χρόνια άκουγα μόνο μοιρολόγια από τις γυναίκες που θρηνούσαν τους άνδρες τους. Μετά τον πατέρα μου σκότωσαν τη γυναίκα του θείου μου Αναστάση, την Ελένη, επειδή αρνιόταν να αποκαλύψει πού κρυβόταν ο άνδρας της». Θυμάται σαν σήμερα τα «Αμελέ Ταμπουρού», τα λεγόμενα Τάγματα Εργασίας, που προκάλεσαν το κακό.
Από την Τραπεζούντα με πλοίο ήλθαν στην Ελλάδα. «Λεγόταν “Κιτσεμάλ”. Οταν είδαμε το πλοίο συνειδητοποιήσαμε ότι θα φεύγαμε από την πατρίδα μας. Αφήσαμε πίσω προγόνους,τάφους, σπίτια, μαγαζιά, τον φούρνο μας που ήταν ο καλύτερος της περιοχής μας,τα ζώα μας, τα χωράφια μας που ήταν σπαρμένα και ποτίστηκαν με τον ιδρώτα και το αίμα μας». Το «Κιτσεμάλ» ήταν γεμάτο πρόσφυγες, στοιβαγμένους σαν σαρδέλες. «Μας αποβίβασε στην Κωνσταντινούπολη για να πάρουμε ένα άλλο σαράβαλο πλοίο που νομίζαμε ότι θα βουλιάξει και θα πνιγούμε. Μερικοί πέθαιναν, οι παπάδες τούς έψελναν και οι άνδρες τούς πετούσαν στη θάλασσα. Κρατούσα σφιχτά το χέρι της μάνας μου, μη χαθούμε έως ότου πατήσουμε ελληνικό χώμα. Πεινασμένοι, άρρωστοι, ταλαιπωρημένοι, κατεβήκαμε στην Πρέβεζα. Γυρίσαμε στον Πειραιά και από εκεί στη Θεσσαλονίκη. Πήγαμε στην Τούμπα, μετά στην Αριδαία και τέλος με ποδαρόδρομο φτάσαμε κι εγκατασταθήκαμε στον Πολύμυλο Κοζάνης, μόνο τρεις από την επταμελή οικογένεια» .
Η Σφαγή των νηπίων της Σάντας
Έναν μαύρον ημέραν εκούιξεν εις απες σο σπέλ’:
Οι μανάδες ντο έχ’νε μικρά μωρά να εβγαίνε οξιοκά ασο σπέλ’».
Μία μάνα διηγείται ότι μια μαύρη μέρα ένας φώναξε όσες είχαν μικρά παιδιά να βγουν έξω από τη σπηλιά…
Έτσι ξεκινάει η Ελένη Νυμφοπούλου-Παυλίδου να ντύνει με λόγια μία από τις πιο τραγικές στιγμές της Γενοκτονίας των Ποντίων.
Συμπρωταγωνιστής στην αφήγηση ο οπλαρχηγός Ευκλείδης.
Ο αδερφός του, Κώστας Κουρτίδης, θα γράψει στο ημερολόγιό του για την νύχτα της 10ης προς 11η Σεπτεμβρίου 1921:
«… Πολλά παιδιά τότες, επειδή αι γυναίκες των δεν μπορούσαν να σταματήσουν τας φωνάς των παιδιών τους, και μη θέλοντας να χωρισθούν εξ ημών, τα σκότωσαν και τα άφησαν επί τόπου».Η σφαγή των νηπίων αποτελεί μια από τις συγκλονιστικότερες στιγμές στο δράμα που έζησαν οι Έλληνες της Ανατολής, όταν μητέρες αναγκάστηκαν να θυσιάσουν ό,τι πολυτιμότερο είχαν στη ζωή τους, τα ίδια τα μικρά τους, για να σωθούν τα μεγαλύτερα παιδιά και οι οικογενειές τους.
Ανάλογες μαρτυρίες υπάρχουν κι από άλλες περιοχές και με μεγαλύτερα παιδιά, όπου η επιλογή του θανάτου από το να πέσουν στα χέρια των Τούρκων-ειδικά τα μικρά κορίτσια όπου πολλαπλώς βιάζονταν πριν ξεψυχήσουν- γινόταν δύσβατος μονόδρομος που έπρεπε οι δόλιες οι μάνες να τον περάσουν ολομόναχες αλλά και να τον πληρώσουν με αβάσταχτο πένθος για την υπόλοιπη ζωή τους.
Στο ημερολόγιό του ο Κώστας Κουρτίδης γράφει για το σχετικό περιστατικό:
«Η νύχτα αυτή ήταν η πιο τρομακτική νύχτα που έζησα στη ζωή μου.
Κάνοντας πρόχειρα προχώματα παραταχτήκαμε για μάχη.
Γυναίκες και παιδιά (τριακόσιοι περίπου) μαζεύτηκαν λίγο πιο πάνω μέσα σε μια σπηλιά, τους οποίους φυλούσαν περίπου εκατόν είκοσι νέοι άοπλοι.
Επί εννιά ώρες αγωνιζόμασταν ενάντια στον τουρκικό στρατό, που μας περικύκλωσε από παντού, εκτός από μια δίοδο προς το δάσος Βαϊβάτερε, για να έχουμε διέξοδο την τελευταία στιγμή».
Τα μεσάνυχτα σταμάτησε το πανδαιμόνιο των πυροβολισμών και οι αντάρτες και τα γυναικόπαιδα αποσύρθηκαν στη θέση Μερτζάν Λιθάρ.
Τότε έπρεπε, πριν ξημερώσει, να βρεθεί μια λύση: ν’ απομακρύνονταν εντελώς αθόρυβα από εκείνη τη θέση, γιατί αλλιώς θα γινόταν ο τάφος μικρών και μεγάλων, ενόπλων και αμάχων.
Εκείνες τις τραγικές ώρες, μοιραίες, απελπισμένες μάνες αναγκάστηκαν να θανατώσουν βρέφη και μικρά παιδιά που έκλαιγαν, για να μην προδώσουν τις θέσεις τους.
Όταν ξημέρωσε και οι Τούρκοι ξεκίνησαν την επιχείρηση εναντίον των ανταρτών, αντίκρισαν επτά βρέφη σφαγμένα!
Τότε ο ίδιος ο μέραρχος επικεφαλής έδωσε διαταγή στον τουρκικό στρατό να γυρίσει πίσω στη Σάντα λέγοντας: άνθρωποι που σκότωσαν τα παιδιά τους είναι αδύνατον να πιαστούν και άρα είναι περιττό να μείνουμε άλλο εδώ».
Την ιστορία των νηπίων που θυσιάστηκαν από τις ίδιες τους τις μάνες, ώστε μη μαρτυρήσουν άθελά τους το σημείο όπου κρύβονταν περίπου 300 Σανταίοι, αφηγείται ο Τάκης Βαμβακίδης.
Τη μουσική έγραψε ο Δημήτρης Πιπερίδης, ο οποίος παίζει και λύρα.
19 ΜΑΪΟΥ, ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ
Μετά το 1916 και τη Γενοκτονία των Αρμενίων, το 1919 Ελληνες και Αρμένιοι στον Πόντο συζητούν τη δημιουργία αυτόνομου ελληνοαρμενικού κράτους. Στις 19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα για να ξεκινήσει η πιο άγρια φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας. Ως το 1922 οι Ελληνοπόντιοι που έχασαν τη ζωή τους ξεπέρασαν τους 200.000- άλλοι ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό τους στους 350.000. Οσοι επέζησαν, κατέφυγαν σε Ρωσία και Ελλάδα (περίπου 400.000). Στις 24 Φεβρουαρίου του 1994 η Βουλή των Ελλήνων κήρυξε ομόφωνα τη 19η Μαΐου Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού.
Εκδηλώσεις Μνήμης
της Συντονιστικής Επιτροπής Μελβούρνης για τα 100 χρόνια της Γενοκτονίας του Μικρασιατικού Ποντιακού Ελληνισμού
Πρόγραμμα εκδηλώσεων
16 Μαΐου 2019, στην αίθουσα της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτωρίας, 168 Lonsdale Street, θα γίνoυν δύο διαλέξεις η πρώτη στις 5.00 με θέμα: «Trapzon & the Internrational Gothic» – Pontus in crises. Ομιλητής ο δικηγόρος Κωνσταντίνος Καλυμνιός. Η δεύτερη στις 6.00 μ.μ. με θέμα «Diaspora&Memory» . Ομιλητής ο ιστορικός Θεμιστοκλής Κρητικάκος.
17 Μαΐου 2019, επιμνημόσυνη δέηση και αποτίμηση φόρου τιμής στα θύματα της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και Πόντου στο Darebin Community Monumente (Ray Branham Gardens γωνία, Bell street και St. Georges Road, Preston.
18 Μαΐου ώρα 11.00 π.μ. Κατάθεση στεφάνων στο Αυστραλοελληνικό Μνημείο πεσόντων (Birdwood Avenue, και Goverment Drive).
19 Μαϊου 2019, ώρα 9.00π.μ. Επιμνημόσυνη Δέηση στον Ιερό Καθεδρικό Ναό Αγίου Ευσταθίου, 22 Dorcas Street, Sth Melbourne.Την ίδια ημέρα στις 3.00 μ.μ. Κεντρική Ομιλία στην αίθουσα της Ποντιακής Κοινότητας Μελβούρνης από τον Καθηγητή κ. Παναγιώτη Διαμάντη.
26 Μαϊου 2019, ώρα 9.30 π.μ. έως τις 12.30 μ.μ. Kokoda Walk, Mt. Dandenong, 1.000 Steps «Ανεβαίνω για τη Μνήμη. Ανεβαίνω για τη ζωή».
25 Αυγούστου 2019. Αιμοδοσία. Βοήθησε να σωθεί μια ζωή. (Blood Donation), Collins Street, Donor Centre, Level 1, 367 Collins Street, St. Melbourne