Η τραγωδία στα Τέμπη, που τον Φεβρουάριο του 2023 κόστισε τη ζωή σε 57 ανθρώπους, παραμένει μια ανοιχτή πληγή για την ελληνική κοινωνία. Η Ελλάδα ξεσηκώνεται ενάντια σε ένα κράτος που καταρρέει στον απόηχο της τραγωδίας των Τεμπών. Την περασμένη Κυριακή, συλλαλητήρια ξέσπασαν σε όλη την Ελλάδα και σε πόλεις του εξωτερικού, αντικατοπτρίζοντας τον βαθύ θυμό και την απογοήτευση των πολιτών που αρνούνται να δεχτούν την αδιαφορία και την αμέλεια της κυβέρνησής τους.
Οι οικογένειες των θυμάτων, τα συνδικάτα και αμέτρητοι πολίτες απαιτούν δικαιοσύνη, λογοδοσία και μια διαφανή έρευνα για μια τραγωδία που θα μπορούσε – και έπρεπε – να είχε αποφευχθεί.
Η κεντρική συγκέντρωση στην Αθήνα, στην πλατεία Συντάγματος, έγινε η καρδιά της διαμαρτυρίας. Χιλιάδες άνθρωποι, πολλοί από τους οποίους κρατούσαν πανό και ζωγράφιζαν τα ονόματα των 57 θυμάτων με κόκκινο χρώμα στην πλατεία, έστειλαν ένα δυνατό μήνυμα στις αρχές: «Δεν έχουμε οξυγόνο». Αυτό το σλόγκαν αντηχούσε το συλλογικό συναίσθημα ότι η ελληνική κοινωνία δεν θα ανεχτεί πλέον τις συστημικές αποτυχίες, τις συγκρατήσεις και την έλλειψη λογοδοσίας που έχουν γίνει χαρακτηριστικά της τρέχουσας διοίκησης. Παρά τα επεισόδια με μάσκες που συγκρούστηκαν με τις δυνάμεις της αστυνομίας, η τεράστια κλίμακα της διαμαρτυρίας τόνισε την αποφασιστικότητα του κοινού να ακουστεί.
Στη συγκέντρωση παρευρέθηκαν εξέχοντα πολιτικά στελέχη, όπως ο Νίκος Ανδρουλάκης του ΠΑΣΟΚ, ο Σωκράτης Φαμέλλος του ΣΥΡΙΖΑ, η Ζωή Κωνσταντοπούλου της Πλεύσης Ελευθερίας και ο Αλέξης Χαρίτσης της Νέας Αριστεράς. Εκπρόσωποι της κοινωνίας των πολιτών, όπως η Μάγδα Φύσσα και ο Γιώργος Νταλάρας, ενίσχυσαν επίσης την αλληλεγγύη τους με τις οικογένειες των θυμάτων. Η παρουσία τους τόνισε την υπερκομματική και κοινωνική ενότητα στην απαίτηση για δικαιοσύνη.
Σε πόλεις όπως η Θεσσαλονίκη, το Ηράκλειο, ο Βόλος και η Λάρισα, οι διαμαρτυρίες ήταν εξίσου παθιασμένες. Στη Θεσσαλονίκη, η μητέρα ενός από τα θύματα στάθηκε ανάμεσα στο πλήθος, με τη φωνή της να τρέμει καθώς ζητούσε «δικαιοσύνη για όλα τα παιδιά» και ένα μέλλον όπου οι νέοι θα μπορούν να ζήσουν «μια δίκαια ζωή». Τα λόγια της βρήκαν βαθιά απήχηση, καθώς πολίτες σε όλη τη χώρα απαιτούσαν λογοδοσία και απορρίπτουν κάθε προσπάθεια να θολώσει η αλήθεια πίσω από την τραγωδία.
Ένα σύστημα σε κρίση
Η τραγωδία στα Τέμπη δεν είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό, αλλά ένα σύμπτωμα μιας βαθύτερης ασθένειας του ελληνικού κράτους. Το σύνθημα «Δεν έχουμε οξυγόνο» δεν αφορά μόνο τη συντριβή του τρένου· είναι μια μεταφορά για μια κοινωνία που πνίγεται κάτω από το βάρος της συστημικής διαφθοράς, της αμέλειας και ενός πολιτικού συστήματος που έχει πάψε εδώ και καιρό να υπηρετεί τον λαό της. Η ελληνική κυβέρνηση, υπό την ηγεσία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, έχει αποτύχει επανειλημμένα να αντιμετωπίσει τα δομικά προβλήματα που επιτρέπουν σε τέτοιες καταστροφές να συμβαίνουν. Από τις πυρκαγιές στο Μάτι έως τη συντριβή στα Τέμπη, το μοτίβο είναι ξεκάθαρο: ένα κράτος που προτιμά το κέρδος και την πολιτική ευκολία έναντι της ασφάλειας και της ευημερίας των πολιτών του.
Οι διαμαρτυρίες δεν αφορούν μόνο τα Τέμπη· αφορούν την ψυχή της Ελλάδας. Κάτι έχει ταράξει τον ελληνικό λαό – κάτι βαθύ και αδιάψευστο. Οι συγκεντρώσεις θύμισαν ιστορικές στιγμές συλλογικής οργής, όπου η σιωπηλή κραυγή «Αρκετά» έγινε μια εκκωφαντική βροντή. Πολίτες από όλα τα κοινωνικά στρώματα – νέοι και ηλικιωμένοι, αριστεροί και δεξιοί – ενώθηκαν για να απαιτήσουν αλλαγή. Παιδιά κρατούσαν χειροποίητα πανό ζητώντας δικαιοσύνη, ενώ ηλικιωμένοι, μερικοί βασιζόμενοι σε μπαστούνια, στεκόντουσαν πλάι-πλάι με τους συμπολίτες τους. Αυτό δεν ήταν ένα κομματικό κίνημα, αλλά μια ενωμένη κραυγή για λογοδοσία και μεταρρύθμιση.
Μια κυβέρνηση αποκομμένη
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, ωστόσο, φαίνεται να είναι κουφή σε αυτές τις κραυγές. Ο πρωθυπουργός, που διαθέτει σχεδόν δικτατορικές εξουσίες, έχει δείξει ελάχιστη προθυμία να αντιμετωπίσει τις συστημικές αποτυχίες που οδήγησαν στην τραγωδία στα Τέμπη. Αντίθετα, η κυβέρνηση έχει προσπαθήσει να αποσπάσει την ευθύνη, να υποβαθμίσει τις διαμαρτυρίες και να διατηρήσει την εξουσία της. Τα μέσα ενημέρωσης, που ελέγχονται σε μεγάλο βαθμό από ολιγαρχικά συμφέροντα, έχουν αποτύχει να καλύψουν επαρκώς τις συγκεντρώσεις, αποξενώνοντας περαιτέρω το κοινό και εμβαθύνοντας την αίσθηση της αδικίας.
Οι παραλληλισμοί με προηγούμενες τραγωδίες, όπως οι πυρκαγιές στο Μάτι, είναι αδύνατο να αγνοηθούν. Κάθε καταστροφή αποκαλύπτει το ίδιο μοτίβο: ένα κράτος που δεν θέλει ή δεν μπορεί να προστατεύσει τους πολίτες του, ακολουθούμενο από μια κυβέρνηση που προτιμά την ελέγχου της ζημιάς έναντι της πραγματικής λογοδοσίας. Ο ελληνικός λαός δεν είναι πλέον διατεθειμένος να αποδεχτεί αυτό το status quo. Οι διαμαρτυρίες είναι ένα σαφές μήνυμα προς την κυβέρνηση: η ώρα για αλλαγή είναι τώρα.
Μια παγκόσμια κατακραυγή
Η τραγωδία στα Τέμπη έχει ξεπεράσει τα εθνικά σύνορα, προκαλώντας διαμαρτυρίες σε πάνω από 100 πόλεις παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένων των Βρυξελλών, του Άμστερνταμ και της Μάλτας. Η διεθνής κοινότητα έχει ενωθεί με τον ελληνικό λαό στην απαίτηση για δικαιοσύνη, υπογραμμίζοντας τη παγκόσμια σημασία αυτής της υπόθεσης. Η δικαιοσύνη για τα θύματα των Τεμπών δεν είναι μόνο μια νομική υποχρέωση· είναι μια ηθική επιταγή. Ο κόσμος παρακολουθεί, και η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να αγνοήσει τον αυξανόμενο χορό φωνών που ζητούν λογοδοσία.
Ο δρόμος προς τα εμπρός
Ο ελληνικός λαός έχει κάνει τις απαιτήσεις του ξεκάθαρες: μια γρήγορη, διαφανής έρευνα για την τραγωδία στα Τέμπη, λογοδοσία για τους υπεύθυνους και συστημικές μεταρρυθμίσεις για να αποφευχθούν μελλοντικές καταστροφές. Η κυβέρνηση πρέπει να ακούσει – όχι μόνο τις φωνές των διαμαρτυρομένων, αλλά και τη συλλογική συνείδηση ενός έθνους που έχει υποφέρει πάρα πολύ για πάρα πολύ καιρό.
Οι διαμαρτυρίες δεν αφορούν μόνο το παρελθόν· αφορούν το μέλλον. Αφορούν την εξασφάλιση ότι δεν θα χαθούν περισσότερες ζωές από την αμέλεια, τη διαφθορά ή την αδιαφορία. Αφορούν την ανάκτηση της ψυχής της Ελλάδας από ένα πολιτικό σύστημα που έχει αποτύχει επανειλημμένα να υπηρετήσει τον λαό της.
Η αυγή του αύριο μας αφορά όλους. Το ερώτημα είναι: θα ανταποκριθεί η ελληνική κυβέρνηση, ή θα συνεχίσει να πνίγει τον λαό της; Η απάντηση βρίσκεται στην προθυμία της να δράσει – όχι με λόγια, αλλά με πράξεις. Ο ελληνικός λαός έχει μιλήσει. Ο κόσμος παρακολουθεί. Η ώρα για δικαιοσύνη είναι τώρα.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσπάθησε να επιδιορθώσει την εικόνα του και της κυβέρνησής του για την τραγωδία στα Τέμπη, αλλά απέτυχε. Αρχικά, ισχυρίστηκε ότι το τρένο δεν μετέφερε εύφλεκτα υλικά, αλλά αργότερα παραδέχτηκε την αβεβαιότητα, δηλώνοντας: «Δεν έχω πλέον καμία βεβαιότητα για το φορτίο». Επίσης, επέκρινε την κοινοβουλευτική εξεταστική για τη σύμβαση 717, χαρακτηρίζοντάς την ως «όχι η καλύτερη στιγμή της Βουλής».
Ωστόσο, οι κριτικοί υποστηρίζουν ότι οι κοινοβουλευτικές εξετάσεις υπό την ηγεσία του, όπως αυτές για τη λίστα Πέτσα και τις υποκλοπές, ήταν κομματικές και αναποτελεσματικές. Παρά την λαϊκή κατακραυγή, ο Μητσοτάκης άφησε ανοιχτή την πιθανότητα δημιουργίας μιας Προανακριτικής Επιτροπής, γεγονός που εγείρει ερωτήματα για την αξιοπιστία της, δεδομένης της πορείας του κόμματός του.
Σε μια πρόσφατη συνέντευξη, ο Μητσοτάκης εξέφρασε την επιθυμία για δικαιοσύνη, δηλώνοντας: «Θέλω να μάθω την αλήθεια για τα Τέμπη – πρώτος εγώ μετά τις οικογένειες των θυμάτων». Ωστόσο, οι απαντήσεις του έλειψαν από πειστικότητα, εμβαθύνοντας τον δημόσιο σκεπτικισμό. Οι κριτικοί σημειώνουν ότι η εμπιστοσύνη στην ελληνική δικαιοσύνη είναι χαμηλή, με σκάνδαλα όπως τα Τέμπη, οι υποκλοπές και η τραγωδία της Πύλου να τροφοδοτούν την δυσαρέσκεια.
Όταν ρωτήθηκε για το φορτίο του τρένου, ο Μητσοτάκης μετατόπισε τη θέση του από τη βεβαιότητα στην ασάφεια, ισχυριζόμενος ότι βασίστηκε σε αρχικές αναφορές από την Πυροσβεστική και την Hellenic Train. Επίσης, αποσπάστηκε από την ευθύνη, λέγοντας ότι η λογοδοσία θα πέσει στην Hellenic Train εάν αποδειχθεί κάποια αμέλεια. Ωστόσο, η αποτυχία του να αντιμετωπίσει βασικά ζητήματα – όπως ο ρόλος αξιωματούχων όπως ο Τριαντόπουλος και ο Καραμανλής, ή η παρακράτηση των ιατροδικαστικών αναφορών – έχει προκαλέσει έντονη κριτική.
Η διαχείρισή του για την επιχείρηση καθαρισμού επίσης προκάλεσε ερωτήματα. Ο Μητσοτάκης ισχυρίστηκε ότι η «πρωταρχική του έγνοια ήταν η ταυτοποίηση των λειψάνων», αλλά αυτό θεωρήθηκε ως προσπάθεια να αποσπάσει την ευθύνη. Οι επαναλαμβανόμενες αναφορές του στο πόνο των οικογενειών των θυμάτων «ως πατέρας» απορρίφθηκαν ως ανειλικρινείς, ειδικά μετά τη μαζική διαδήλωση στις 26 Ιανουαρίου, όπου δεκάδες χιλιάδες απαίτησαν λογοδοσία.
Τελικά, οι προσπάθειες του Μητσοτάκη να διαχειριστεί την αφήγηση απέτυχαν, αφήνοντας την αξιοπιστία του περαιτέρω υποβαθμισμένη και το κοινό όλο και πιο απογοητευμένο.