1. ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Η παραδοσιακή ανάλυση που γίνεται στις Τουρκικές προκλήσεις, βασίζεται σε έννοιες όπως η επιθετικότητα, η ισχύς, η ισορροπία ισχύος, η αποτροπή, η υποχωρητικότητα, ο ενδοτισμός, το διεθνές δίκαιο κλπ.
Ένα από τα αντικείμενα που αναφέρονται τα τελευταία χρόνια στο δίκαιο είναι η οικονομική ανάλυση του δικαίου (law& economics), η οποία βασίσθηκε στο θεώρημα του Βρετανού οικονομολόγου Coase. Είναι ένας διεπιστημονικός κλάδος ο οποίος (εκκινώντας από την θεωρία του Coase) μελετά το δίκαιο αλλά και τους θεσμούς γενικότερα, αξιοποιώντας τα εργαλεία και την μεθοδολογία της οικονομικής επιστήμης.
Η αρχική πρόθεση του Coase ήταν να ασχοληθεί με την οικονομική έννοια της «εξωτερικότητας» (externality – negative externality). – έννοια που περιγράφει μία τυπική περίπτωση αποτυχίας της αγοράς (market failure). Όταν ένα εργοστάσιο μολύνει το περιβάλλον «εξωτερικεύει» ένα μέρος του κόστους του (καπνός) σε άτομα που δεν έχουν σχέση με τις δραστηριότητές του. Αυτό είναι ανήθικο και παράνομο και κοινωνικά επιβαρυντικό, διότι το εργοστάσιο μεταφέρει μέρος του κόστους του σε άλλα άτομα, δεν το αναλαμβάνει το ίδιο και έτσι συνεχίζει τις δραστηριότητές του εις βάρος τρίτων.
Το εάν θα αναλάβει τις ευθύνες του το εργοστάσιο και “εσωτερικοποιήσει” το κόστος ή θα συνεχίσει να λειτουργεί “εξωτερικεύοντάς” το εις βάρος άλλων, θα εξαρτηθεί κυρίως από την επιθυμία, την αξιολόγηση του κόστους (με όρους κόστους-οφέλους), την εμμονή και την δυνατότητα αυτών που ανταγωνίζονται για να διεκδικήσουν το συμφέρον τους/δικαίωμα.
Οι κλάδοι της εξωτερικής πολιτικής και της υψηλής στρατηγικής (που σε μια χώρα πάνε μαζί χέρι-χέρι) είναι κι αυτοί διεπιστημονικοί και έχουν ως θεμελιώδες σημείο αναφοράς το Διεθνές Δίκαιο, αφού γίνεται συνεχής επίκληση του από όλες τις πλευρές κατά πως συμφέρει τη κάθε μία.
Ειδικότερα στην εξωτερική πολιτική/υψηλή στρατηγική το Διεθνές Δίκαιο λειτουργεί σε τρία αντιληπτικά πεδία: το Διεθνές Δίκαιο ως στόχος, ως μέσον ή ως εμπόδιο.
Θα προσπαθήσουμε με βάση πάντα το θεώρημα του Coase (για την εξωτερικότητα και την οικονομική ανάλυση του δικαίου), να δούμε από διαφορετική οπτική γωνία την Τουρκική εξωστρεφή συμπεριφορά προβολής ισχύος, έναντι της εσωστρεφούς, αδρανούς και φοβικής δικής μας (εξετάζοντας κατ’ αντιστοιχία το θεώρημα ως προς το διεθνές δίκαιο).
2. ΑΝΑΛΥΣΗ
α. Γιατί ο Coase μπορεί να έχει εφαρμογή και στο Διεθνές Δίκαιο
Πριν προχωρήσουμε στην οικονομική ανάλυση των διεθνών νομικών προβλημάτων σε ότι αφορά τη σχέση Ελλάδος Τουρκίας, θα διερευνήσουμε εάν το πεδίο εφαρμογής του θεωρήματoς του Coase (ελεύθερη αγορά) όπως ήδη εξετάζεται με την οικονομική ανάλυση του δικαίου, έχει κάποια κοινά χαρακτηριστικά με το διεθνές πεδίο εφαρμογής, αρμοδιότητας του διεθνούς δικαίου.
Αν και δεν είναι απαραίτητο για τους σκοπούς μας να είναι τέλεια η αντιστοίχιση, ή ακόμη και καλή (αν και είναι επαρκής), οι σχετικές ομοιότητες διευκολύνουν τη μεταφορά των οικονομικών εργαλείων της θεωρίας του Coase, από την εγχώρια σφαίρα στη διεθνή.
(1) Κατ αρχάς ας δούμε εάν ισχύει εδώ το επιχείρημα ότι οι συναλλαγές στις διεθνείς σχέσεις είναι ανάλογες με τις συναλλαγές στις ελεύθερες αγορές:
• Βασική αναλογία έγκειται στη σχετική ομοιότητα μεταξύ συναλλαγών, συνεργασίας και ανταγωνισμού των μελών της διεθνούς κοινωνίας (κράτη, διεθνείς οργανισμοί, πολυεθνικές οντότητες κλπ) και ατόμων/επιχειρήσεων σε μία εσωτερική αγορά. Οι αγορές θεωρούνται ότι προκύπτουν από τις δραστηριότητες μεμονωμένων προσώπων ή επιχειρήσεων. Αυτά τα άτομα/επιχειρήσεις επιδιώκουν να υποστηρίξουν τα συμφέροντά τους μέσω των πιο αποτελεσματικών και διαθέσιμων μέσων. ‘Έτσι όμως επίσης ενεργούν και τα κράτη/διεθνείς δρώντες στο διεθνές σύστημα.
• Οι δρώντες σε κάθε σύστημα είναι βασικά ατομικιστές, πλην όμως πρόθυμοι-σε κάποιο βαθμό-να εγκαταλείψουν την αυτονομία για να επιτύχουν ορισμένα οφέλη. Όπως όμως και οι οικονομικές αγορές, έτσι και το διεθνές σύστημα λειτουργεί με βάση τις αλληλεπιδράσεις των διεθνώς δρώντων, οι οποίοι αλληλεπιδρούν για να «ξεπεράσουν τις ελλείψεις που τους καθιστούν ανίκανους να ολοκληρώσουν… αμοιβαίως επωφελείς συμφωνίες.»
• Τα περιουσιακά στοιχεία που είναι υπό διαπραγμάτευση σε αυτή τη διεθνή “αγορά”, δεν είναι αγαθά ή υπηρεσίες καθ’ αυτά, αλλά “περιουσιακά” στοιχεία που έχουν ιδιαίτερη σχέση με τα κράτη: κυριαρχικά δικαιώματα και συστατικά της εξουσίας/κυριαρχίας.
Σε νομικό πλαίσιο, η εξουσία είναι αρμοδιότητα, συμπεριλαμβανομένης (i) της δικαιοδοσίας για τη νομοθεσία, (ii) της δικαιοδοσίας για την εκδίκαση, (iii) και της δικαιοδοσίας για την εκτέλεση.
• Στη διεθνή κοινωνία, το ισοδύναμο της αγοράς είναι το πεδίο όπου τα κράτη αλληλεπιδρούν για να συνεργαστούν ή καλύτερα να συν-ανταγωνιστούν σε συγκεκριμένα θέματα, στο εμπόριο, στην ισχύ, στην εξουσία, προκειμένου να μεγιστοποιήσουν τα υλικά οφέλη, τα διεθνή ερείσματα και τα δικαιώματά τους. Τα κράτη μπορούν επίσης να εμπορεύονται με χρήματα ή άλλα υλικά περιουσιακά στοιχεία.
Συνεπώς τα κράτη εισέρχονται στην συν-ανταγωνιστική “αγορά” διεθνών σχέσεων (αρμοδιότητας διεθνούς δικαίου), προκειμένου να αποκτήσουν κέρδη από την διττή σχέση συνεργασίας (ανταλλαγής-συναλλαγής) – ανταγωνισμού, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην ελεύθερη αγορά (αρμοδιότητας εσωτερικού δικαίου).
(2) Ας δούμε την έννοια της “εξωτερικότητας” που οριοθετεί ο Coase και εξετάζεται στο εσωτερικό δίκαιο, πως λειτουργεί στις σχέσεις μεταξύ διεθνών δρώντων όπως τα κράτη.
• Οι εξωτερικότητες που προκαλούνται από ενέργειες των κρατών μπορεί να έχουν θετική ή αρνητική «επίδραση» σε άλλα κράτη. Έτσι, για παράδειγμα, ο περιβαλλοντικός νόμος (ή ελλείψεις σε αυτόν) σε ένα κράτος μπορεί να συνδέεται με δυσμενείς ή ευεργετικές επιπτώσεις (αρνητικές ή θετικές εξωτερικότητες) σε άλλα κράτη, διότι π.χ. η νομοθεσία του πρώτου κράτους επιτρέπει τη ρύπανση που μπορεί να μετακινείται ή να επηρεάζει και άλλα κράτη (και όχι μόνο γειτονικά- όπως συμβαίνει με την ραδιενέργεια, τους ατμοσφαιρικούς ρύπους, τα μολυσμένα ύδατα κλπ).
• Οι εγχώριες περιβαλλοντικές νομοθεσίες μπορεί επίσης να «προκαλέσουν» δυσμενείς επιπτώσεις σε άλλα κράτη, όντας υπερβολικά αυστηρές όσον αφορά την είσοδο ξένων αγαθών στην εθνική αγορά, ή πολύ χαλαρές όσον αφορά τις εγχώριες βιομηχανίες, με αποτέλεσμα την επίδραση της ανταγωνιστικότητας (οικονομικές εξωτερικότητες). Εξωτερίκευση επίσης μέσω κανονισμού ο οποίος προσβάλλει τα ξένα συμφέροντα, π.χ. μέσω αυστηρής ρύθμισης σε εμπορικές σχέσεις που να έχει προστατευτικές επιπτώσεις ή μέσω χαλαρού κανονισμού που μπορεί να θεωρηθεί ως επιδότηση, κλπ.
• Αυτά τα εξωτερικά αποτελέσματα στα άλλα κράτη, μπορεί να τα προκαλέσουν για να τροποποιήσουν κι αυτά ορισμένες σχετικές προβλέψεις τους, μέσω του δικού τους ρυθμιστικού πλαισίου ή μέσω διεθνών ρυθμίσεων που να επιβάλλουν αλλαγές στον κανονισμό του πρώτου κράτους.
• Συνεπώς υπάρχουν δύο βασικοί τρόποι για τα θιγόμενα κράτη προκειμένου να υποστηρίξουν τα συμφέροντά τους τα οποία θίγονται από τη συμπεριφορά του πρώτου κράτους:
Ο πρώτος είναι η διμερής πειθώ: Η διμερής πειθώ μπορεί να περιλαμβάνει ισχύ, ανταλλαγή ή παρακίνηση (άμεση είτε έμμεση π.χ. με εσωτερική θεσμοθέτηση – περιορισμούς, προστατευτισμό κλπ).
Ο δεύτερος είναι η διεθνής θεσμοθέτηση: Η θεσμοθέτηση περιλαμβάνει την συμφωνία για ανάθεση και αναγνώριση της εξουσίας σε ένα δικαιοδοτικό όργανο διεθνούς οργανισμού, μέσω μιας συνθήκης (με προϋποθέσεις ή χωρίς και άμεσα είτε με την πάροδο του χρόνου).
β. Το θεώρημα του Coase στην οικονομική ανάλυση του Διεθνούς Δικαίου ως προς τις Τουρκικές διεκδικήσεις έναντι της Ελλάδος
Ας επιχειρήσουμε μία τολμηρή αντιστοιχία:
(1) Στη νομική και οικονομική θεωρία, το θεώρημα Coase αναφέρεται στην οικονομική αποδοτικότητα της κατανομής πόρων ενός συστήματος παραγωγής, με βάση τις εξωτερικές επιδράσεις του (επί των εξωτερικών αποδεκτών).
• Η Τουρκία έχει στήσει ένα σύστημα παραγωγής διεκδικήσεων συμφερόντων προς κάθε πλευρά, επέκτασης του ζωτικού της χώρου, ενίσχυσης του γεωπολιτικού της ρόλου και διεκδίκησης πρωταγωνιστικού της ρόλου στο διεθνές περιβάλλον, με ταυτόχρονη εθνικο-θρησκευτική ριζοσπαστικοποίηση στο εσωτερικό της. Διεκδικώντας όλα αυτά, εξωτερικεύει το κόστος σε τρίτους και με αυτή την εξωτερική πολιτική/υψηλή στρατηγική, επιφέρει σημαντικό κόστος στην Ελλάδα και στην Κύπρο συγκεκριμένα .
(2) Ας δούμε την “εξωτερικότητα” (externality-negative externality) με βάση τον Coase:
• Μελετώντας το κοινωνικό κόστος, ο Coase εξετάζει πώς το δίκαιο (διεθνές στη περίπτωσή μας) μπορεί να κατανείμει τα δικαιώματα (όσα δηλαδή ισχυρίζεται η Τουρκία ότι έχει), με ιδιαίτερη έμφαση στις επιπτώσεις που έχουν δημιουργηθεί σε άλλους (στην Ελλάδα συγκεκριμένα).
• Για τον Coase, η κατανομή των δικαιωμάτων καθορίζεται από το πώς και από ποιόν μπορούν να αποκτηθούν. Η πρώτη περιγραφική παρατήρηση του Coase είναι απλή αν και αρκετά ριζοσπαστική: “το δίκαιο δεν μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά την κατανομή των δικαιωμάτων τα οποία διεκδικούνται με την “εξωτερίκευση” του κόστους! (allocation of rights).
(3) Τα μέρη της κατανομής, που θα καταλήξουν να διατηρούν το κάθε τους δικαίωμα, θα είναι εκείνα για τα οποία το δικαίωμα έχει τη μεγαλύτερη αξία. Τα δικαιώματα τελικά δεν θα ανήκουν σε εκείνον στον οποίο τα παραχώρησε αρχικά το δίκαιο (η στατική “αντικειμενικότητα” του διεθνούς δικαίου όπως ερμηνεύεται από πολλούς στη χώρα μας), αλλά σε εκείνον που τα αξιολογεί περισσότερο (σ’ εκείνον δηλαδή που τα θέλει, είναι πρόθυμος και μπορεί να τα διεκδικήσει και να τα “αγοράσει”). Δηλαδή de facto η “αγορά” καθίσταται ισχυρότερη από το δίκαιο!
(4) Ας δούμε λοιπόν πώς η Ελλάδα και η Τουρκία ως ενδιαφερόμενα μέρη, δείχνουν έμπρακτα ότι θέλουν και μπορούν να διασφαλίσουν το δικαίωμά τους, το οποίο διεκδικούν η κάθε μία με βάση το διεθνές δίκαιο όπως λένε.
• Η Ελλάδα είναι προφανές, ότι μη εκφράζοντας επίσημα και σαφώς ποιες είναι οι διεκδικήσεις της για τα “περιουσιακά” της δικαιώματα όπως τα αντιλαμβάνεται, αλλά απαντώντας αορίστως, αντιδραστικά και χωρίς σθένος στις διεκδικήσεις της Τουρκίας, είναι σίγουρο ότι έναντι της Τουρκίας δεν δείχνει ότι ικανοποιεί την κατά Coase πρόβλεψη.
• Βέβαια οι προβλέψεις του διεθνούς δικαίου έχουν πάντα ιδιαίτερη σημασία για τον ορισμό των δικαιωμάτων των μερών. Σκοπός όμως και πρακτική πάντα των δικαιοδοτικών οργάνων για την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου είναι, τα μέρη να καταφέρουν να συμφωνήσουν στη μεταβίβαση ή τη συμβατική μεταβολή των δικαιωμάτων τους με το μικρότερο δυνατό κόστος συναλλαγής (ειρήνη εν προκειμένω). Με την πρακτική αυτή το διεθνές δίκαιο τείνει να αδικεί τον υφιστάμενο το κόστος της εξωτερίκευσης, της επιθετικής συμπεριφοράς ενός κράτους (το θύμα δηλαδή).
γ. Στο χαρακτηριστικό παράδειγμα που δώσαμε πιο πάνω με το καπνό του εργοστασίου, και προκειμένου να γίνει πλήρως αντιληπτή η έννοια της εξωτερικότητας και του θεωρήματος του Coase, ας δούμε τα εξής:
• Το εργοστάσιο ρυπαίνει το περιβάλλον με τον καπνά, που δεν τον αναπνέουν μόνο οι δικοί του μέτοχοι αλλά κατ’ επέκταση και τα εξωτερικά άτομα που διαμένουν στην γύρω περιοχή, οι οποίοι παρ’ όλη την ρύπανση , δεν λαμβάνουν και κάποιο μέρισμα ως αποζημίωση.
• Κάποιοι οικονομολόγοι προτείνουν μέτρα κυρίως θεσμικά, όπως φορολογία, αποζημίωση, νομοθετική απαγόρευση της όχλησης κλπ. Στην πράξη όμως όλα εξαρτώνται από την επιθυμία, την αξιολόγηση των δικαιωμάτων, την εμμονή, την αγωνιστικότητα και την ικανότητα αυτού που θίγεται, για να διεκδικήσει τα δικαιώματά του.
• Ο Coase διατυπώνοντας την άποψη πως το δίκαιο δεν μπορεί να επηρεάσει την κατανομή των δικαιωμάτων, στην ουσία εξέφρασε μία ανατρεπτική ιδέα, της οποίας τα θεμέλια είχε θέσει στη Γερμανική νομική παράδοση ο διάσημος νομικός Rudolf Jhering (τέλη του 19ου αιώνα – επηρεασμένος από τον ωφελιμισμό):
«Τα δικαιώματα δεν θα ανήκουν σε εκείνον στον όποιο τα παραχώρησε αρχικά το δίκαιο, αλλά σε εκείνον που τα αξιολόγησε περισσότερο (σ’ εκείνον δηλαδή που τα θέλει, είναι πρόθυμος και μπορεί να τα διεκδικήσει -αγοράσει)».
Με άλλα λόγια, η “αγορά” de facto είναι ισχυρότερη από το δίκαιο.
στ. Ο Ronald Coase δεν λέει ότι αυτό είναι καλό ή κακό. Λέει ότι έτσι συμβαίνει. “Τα δικαιώματα δηλαδή, καταλήγουν σ’ αυτόν που είναι διατεθειμένος να τα διεκδικήσει αναλαμβάνοντας το κόστος.”
3. ΚΑΤΑΛΗΓΟΝΤΑΣ
α. Σήμερα, η Τουρκία, στην εξωτερίκευση των διεκδικήσεων της, έχει δημιουργήσει (κατ’ αντιστοιχία) μια δυναμική άτυπη διαπραγμάτευση, χωρίς συμφωνημένο πλαίσιο αρχών, όπου εξωτερικεύει το κόστος σε άλλους και όπου σύμφωνα με τον Coase τα διεκδικούμενα δικαιώματα θα καταλήξουν σε αυτόν που είναι έτοιμος να αναλάβει το κόστος για να τα διεκδικήσει.
Γιατί η “αγορά” de facto είναι ισχυρότερη από το δίκαιο!
β. Το δίκαιο φυσικά και είναι απαραίτητο, υπεισέρχεται όμως όταν ο ανταγωνισμός ή η διαπραγμάτευση (δηλαδή η διαδικασία επίτευξης συμφωνίας/συναίνεσης) αποτυγχάνει, και εφόσον βέβαια η προσφυγή στη δικαιοσύνη είναι εφικτή. Και στην περίπτωσή μας η συμφωνία για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο δεν φαίνεται να είναι εφικτή.
Το δίκαιο δεν μπορεί να καθορίσει την κατανομή των δικαιωμάτων! (allocation of rights).
γ. Πόσο μάλλον όταν ακόμη και εάν επιτευχθεί η προσφυγή σε αυτό, οι αρχικές συνθήκες (οι οποίες εξαρτώνται από το πόσο καλά έχει προετοιμασθεί το έδαφος από αυτούς που πραγματικά θέλουν τα δικαιώματα), θα ληφθούν υπ’ όψη από τον δικαστή.
Γιατί όπως είπαμε, ο σκοπός του δικαίου είναι πάντα τα μέρη να καταφέρουν να συμφωνήσουν στη μεταβίβαση ή τη συμβατική μεταβολή των δικαιωμάτων τους, με το δυνατόν μικρότερο κόστος συναλλαγής (ευνοείται πάντα στην τελική κατανομή, αυτός που μπορεί και ανεβάζει το κόστος διεκδικώντας).
δ. Συνεπώς η σαφής δήλωσή μας, με ουσιαστικό και τυπικό τρόπο για το ποιά είναι τα δικαιώματά μας, που να δείχνει ανυποχώρητα ότι έχουν ζωτική αξία για μας (και μεγαλύτερη από αυτήν που έχει για την Τουρκία) είναι αναγκαία προϋπόθεση στον σκληρό ανταγωνισμό με την Τουρκία και διαμορφώνει τις αρχικές συνθήκες οι οποίες προσμετρούνται στις αποφάσεις των διεθνών δικαστηρίων.
ε. Και φυσικά η διαπραγματευτική μας ικανότητα στο διεθνές πεδίο ανταγωνισμού και έναντι του διεθνούς δικαίου ενισχύεται από την συνέργεια των συντελεστών ισχύος ενός κράτους, που είναι “βούτυρο και κανόνια” (δηλαδή οικονομία και ισχυρές ένοπλες δυνάμεις) και κυρίως η ενίσχυση των δεσμών του τριγώνου Λαός-Κυβέρνηση – Ένοπλες Δυνάμεις.
Γιατί “τα δικαιώματα καταλήγουν τελικά σ’ αυτόν που τα θέλει και είναι διατεθειμένος να τα διεκδικήσει, αναλαμβάνοντας το κόστος.”