Όσο κι αν προσπαθούμε να το κρύψουμε, η πραγματικότητα μιλά από μόνη της. Το Υπουργείο Εξωτερικών υπό τον Γιώργο Γεραπετρίτη δείχνει να μην μπορεί να βρει τον βηματισμό του. Το λάθος του Γεραπετρίτη: Η φράση που ταπείνωσε την ελληνική διπλωματία.
Αν και η διπλωματία βασίζεται στην ακρίβεια της γλώσσας, σε ορισμένες περιπτώσεις φαίνεται πως έχουν χαθεί ακόμη και οι βασικοί κανόνες της ελληνικής. Χθες, η απάντηση του Έλληνα ΥΠΕΞ προς τον Τούρκο ομόλογό του άφησε ξανά μια αίσθηση αμηχανίας και προβληματισμού.
Η δήλωση του ελληνικού υπουργείου ανέφερε:
«Η Ελλάδα ακολουθεί μια ενεργή και συνεπή εξωτερική πολιτική, βασισμένη στις οικουμενικές αξίες του διεθνούς δικαίου, και δεν καθορίζεται από άλλους. Δεν θα παρεκκλίνει από αυτές τις αρχές, και όποιος ενοχλείται οφείλει να το αποδεχθεί. Η Ελλάδα επιδιώκει την ειρήνη και τις σχέσεις καλής γειτονίας, ωστόσο σε θέματα εθνικού συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρξει συζήτηση».
Αυτό που αμέσως τράβηξε την προσοχή ήταν η φράση: «σε θέματα εθνικού συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρξει συζήτηση». Η διατύπωση είναι τουλάχιστον ατυχής, αν όχι επιπόλαιη. Τι ακριβώς σημαίνει, ειπωμένη τόσο αόριστα και απόλυτα; Αν αναφερόταν σε ζητήματα κυριαρχίας, θα ήταν λογικό· ακόμη και για κυριαρχικά δικαιώματα θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό. Όμως το ίδιο το διεθνές δίκαιο της θάλασσας προβλέπει σαφείς διαδικασίες οριοθέτησης Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών (ΑΟΖ) μεταξύ γειτονικών κρατών.
Δεν κατέληξε άλλωστε η Ελλάδα σε συμφωνία με την Αίγυπτο μετά από διαπραγματεύσεις, παραχωρώντας περίπου 17,5 % της θαλάσσιας επιρροής της Κρήτης; Η δήλωση «καμία συζήτηση» για εθνικά συμφέροντα έρχεται σε αντίθεση με το διεθνές δίκαιο. Αν ο Γεραπετρίτης ήθελε να ασκήσει κριτική στην προηγούμενη κυβέρνηση του Νίκου Δένδια, θα έπρεπε να το δηλώσει ανοιχτά. Είναι θεμιτό να συζητηθεί αν οι τότε παραχωρήσεις ήταν ορθές — αλλά όχι χρόνια αργότερα.
Το πραγματικό εθνικό συμφέρον θα ήταν η πλήρης επήρεια του συγκροτήματος του Καστελλορίζου και η οριοθέτηση της ΑΟΖ Ελλάδας–Κύπρου. Αυτό όμως προϋποθέτει συνεννόηση με την Τουρκία, η οποία αρνείται ακόμη και μερική επήρεια. Κάποιο επίπεδο διαλόγου, όσο περιορισμένο κι αν είναι, παραμένει απαραίτητο — κάτι που η φρασεολογία του υπουργείου ουσιαστικά απορρίπτει. Ακόμη και η διεθνής διαιτησία απαιτεί προηγούμενη διαπραγμάτευση για κοινό συνυποσχετικό. Τι σημαίνει λοιπόν «καμία συζήτηση»;
Όταν η ίδια κυβέρνηση έχει ήδη κάνει παραχωρήσεις στην Αίγυπτο, δεν αντιλαμβάνεται ότι αυτό δημιουργεί προηγούμενο για το Καστελλόριζο. Αν δεν προβλέπεται διάλογος, πώς σκοπεύουν να υπερασπιστούν τα εθνικά συμφέροντα — με τη βία, όπως κάνει η Τουρκία; Ας θυμηθούμε ότι η επέκταση των χωρικών υδάτων είναι μονομερές δικαίωμα. Οι περισσότερες χώρες το έχουν ήδη ασκήσει· η Ελλάδα απλώς το «επιφυλάσσεται» χωρίς να το εφαρμόζει. Και δεν μπορεί να υπάρξει συζήτηση για ΑΟΖ χωρίς προηγούμενη επέκταση χωρικών υδάτων.
Πώς λοιπόν συνάδει αυτό με τη διακήρυξη ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική «βασίζεται στις οικουμενικές αξίες του διεθνούς δικαίου»; Η αποφυγή άσκησης νομίμων δικαιωμάτων από φόβο για την Τουρκία σημαίνει ότι καθοριζόμαστε από άλλους.
Όσο για τις δηλώσεις του Τούρκου ΥΠΕΞ Χακάν Φιντάν σχετικά με τον μηχανισμό SAFE και την ευρωπαϊκή ασφάλεια, η Αθήνα θα έπρεπε να απαντήσει ότι η εθνική ασφάλεια προηγείται της συλλογικής. Θα έπρεπε επίσης να του υπενθυμίσει ότι κάθε «αντιτουρκικό αίσθημα» πηγάζει από την απειλή πολέμου (casus belli) που η Άγκυρα εξακολουθεί να διατηρεί εναντίον της Ελλάδας. Στην Ελλάδα, οι Τούρκοι είναι καλοδεχούμενοι και ασφαλείς — αναπνέουν αέρα ελευθερίας που απουσιάζει από τα αυταρχικά καθεστώτα.
Συνοψίζοντας, η ρητορική της Αθήνας στερείται λογικής συνέπειας. Η ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών αφήνει μια πικρή αίσθηση: λύπη για την παρακμή της ελληνικής διπλωματίας και ανησυχία για την επάρκεια εκείνων που τη διαχειρίζονται.