Μα γιατί δεν τρως; – Η ερώτηση που κρύβει μια άγνωστη διαταραχή με ορατές συνέπειες
Δεν είναι ιδιοτροπία, ούτε απλώς προσωπικό γούστο. Δεν πρόκειται για μια αντίδραση ή για «κακή συμπεριφορά» στο τραπέζι. Η Αποφευκτική/Περιοριστική Διαταραχή Πρόσληψης Τροφής – ή ARFID – είναι κάτι πολύ πιο βαθύ και σύνθετο. Και, κυρίως, είναι κάτι παρεξηγημένο, που ξεπερνά κατά πολύ τα όρια της απλής επιλεκτικής διατροφής.
Το πιο ανησυχητικό; Η οικογένεια και ο κοινωνικός περίγυρος δεν καταλαβαίνουν. Το συγχέουν με «ιδιοτροπία». Και όσο εκείνοι απορούν, το παιδί (ή ο ενήλικας) υποφέρει. Η διάγνωση καθυστερεί. Γιατί η ARFID δεν έχει πάντα πρόσωπο – μπορεί να είναι αόρατη.
Η Γεωργία εξομολογείται: «Πολλοί άνθρωποι πίστευαν ότι ήμουν απλώς κακομαθημένη και ότι επίτηδες επέλεγα να τρώω έτσι. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι δεν ήταν θέμα επιλογής. Έχω δει ανθρώπους να προσπαθούν να μου βάλουν φαγητό στο πιάτο — κάτι που μόνο επιδείνωνε το άγχος μου. Αντί να βοηθήσει, με έκανε να αισθάνομαι ακόμη πιο πιεσμένη και παρεξηγημένη».
Περισσότερο από απλώς επιλεκτικότητα στο φαγητό
Όταν ένα παιδί αποφεύγει το φαγητό, η πιο συνηθισμένη αντίδραση είναι ένα επιπόλαιο «θα του περάσει». Κι αν δεν περάσει; Αν η άρνηση δεν είναι φάση, αλλά ένας βαθύς, εσωτερικός φόβος που μεγαλώνει μαζί του; Μήπως το παιδί που αποκαλούμε «ιδιότροπο» ή «δύσκολο», στην πραγματικότητα προσπαθεί να μας πει κάτι;
Η ARFID μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιαδήποτε ηλικία, αλλά συνήθως εμφανίζεται στην παιδική ή εφηβική ηλικία – και συχνά μένει αδιάγνωστη για χρόνια, επιμένοντας ακόμη και στην ενήλικη ζωή.
Η ARFID δεν έχει να κάνει με δίαιτες, ούτε με εμμονές γύρω από το βάρος ή την εικόνα σώματος. Είναι μια ξεχωριστή ψυχική διαταραχή, αναγνωρισμένη επίσημα από το 2013 στο DSM-5 – το διαγνωστικό «ευαγγέλιο» της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας.
Η ARFID χαρακτηρίζεται από έντονο περιορισμό στην πρόσληψη τροφής, είτε ως προς την ποικιλία είτε ως προς την ποσότητα – ή και τα δύο ταυτόχρονα. Πολύ συχνά, όμως, περνά απαρατήρητη και παραμένει αδιάγνωστη. Δεν πρόκειται για ψυχογενή ανορεξία, καθώς η ARFID δεν συνδέεται με την επιθυμία απώλειας βάρους ή την εικόνα σώματος. Αντιθέτως, έχει τη δική της ταυτότητα και ακολουθεί τη δική της μοναδική διαδρομή. Δυστυχώς, παραμένει σε μεγάλο βαθμό άγνωστη στο ευρύ κοινό.
Είναι η σιωπηλή αποφυγή του φαγητού – όχι γιατί «δεν θέλεις», αλλά γιατί δεν μπορείς. Το παιδί που «δεν τρώει τίποτα» μπορεί να μην υποφέρει μόνο σωματικά. Πολύ συχνά, υποφέρει ψυχικά – νιώθοντας άγχος, αποστροφή ή έναν αόριστο φόβο μπροστά στο φαγητό. Έχει τις ρίζες της στον φόβο, στις αισθητηριακές υπερευαισθησίες και στη μειωμένη όρεξη.

Όταν το φαγητό γίνεται φόβος, όχι απόρριψη
Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να αποφεύγονται συγκεκριμένες κατηγορίες τροφίμων λόγω τραυματικής εμπειρίας, όπως πνιγμός, εμετός ή έντονος κοιλιακός πόνος, δημιουργώντας έτσι φόβο γύρω από το φαγητό και αποφυγή τροφών που συνδέονται με τον κίνδυνο. Μερικοί άνθρωποι, μάλιστα, ενδέχεται να βιώσουν πιο γενικές ανησυχίες για τις συνέπειες του φαγητού, οι οποίες είναι δύσκολο να εκφραστούν με λόγια, και καταλήγουν να περιορίζουν την πρόσληψή τους σε τρόφιμα που θεωρούν «ασφαλή».
Ο Γιάννης, για παράδειγμα, θυμάται τη φορά που, μικρός, παραλίγο να πνιγεί από κόκαλο ψαριού. Από τότε έχει σταματήσει εντελώς να τρώει οποιοδήποτε κρέας — το μόνο που καταφέρνει, και αυτό με δυσκολία, είναι να φάει λίγο κιμά, σε πολύ μικρή ποσότητα, πού και πού.
Απόλαυση ή απόρριψη: Όταν η γεύση, η μυρωδιά και η υφή είναι εμπόδιο
Η έντονη αντίληψη των γεύσεων, ειδικά των πικρών και των γλυκών, μπορεί να κατατάξει ορισμένα άτομα ως «υπεργευστές» (supertasters), λόγω βιολογικής προδιάθεσης, καθώς βιώνουν τις γεύσεις πολύ πιο έντονα από τον μέσο όρο. Θεωρείται πως διαθέτουν περισσότερους γευστικούς κάλυκες, γεγονός που τους κάνει να βιώνουν πολλές τροφές ως απωθητικές. Συχνά, τα λαχανικά και τα φρούτα τα αντιλαμβάνονται ως υπερβολικά πικρά, κάτι που τους προκαλεί αποστροφή και οδηγεί στην αποφυγή αυτών των τροφών, καθώς φοβούνται ή δυσφορούν στην προοπτική να τα δοκιμάσουν. Ωστόσο, η δυσφορία δεν περιορίζεται μόνο σε φρούτα και λαχανικά.
Η Μαρίνα, για παράδειγμα, περιγράφει πώς μια μπουκιά μαύρης σοκολάτας της φαίνεται τόσο πικρή και έντονη, που προκαλεί αμέσως αποστροφή, σαν να έχει δοκιμάσει κάτι χαλασμένο. Εκτός από τη γεύση, η υφή, η μυρωδιά ή το χρώμα των τροφών μπορούν επίσης να λειτουργήσουν ως κριτήρια αποκλεισμού. Ο Πέτρος, για παράδειγμα, δεν αντέχει την υφή των τροφών σε μορφή πουρέ ή κρέμας — μόνο η σκέψη μιας κουταλιάς γιαουρτιού ή σούπας βελουτέ τον κάνει να ανακατεύεται, ακόμα κι αν πεινάει. Για τα άτομα με αισθητηριακή ευαισθησία, η αποφυγή αυτών των τροφών είναι συχνά μακροχρόνια και έχει τις ρίζες της στην πρώιμη παιδική ηλικία.
Όταν το φαγητό δεν «αγγίζει» την όρεξη
Τέλος, αν και ακούγεται περίεργο, υπάρχει η περίπτωση να μην υπάρχει ενδιαφέρον για το φαγητό. Ναι, υπάρχουν άνθρωποι που απλώς «ξεχνούν να φάνε». Το φαγητό μοιάζει με αγγαρεία, χωρίς ευχαρίστηση ή κίνητρο. Έχουν χαμηλή όρεξη ή αργή αντίδραση στην πείνα.
Η Κατερίνα, για παράδειγμα, μπορεί να περάσει σχεδόν ολόκληρη την ημέρα χωρίς να φάει τίποτα — όχι επειδή το επιλέγει συνειδητά, αλλά επειδή «δεν το σκέφτηκε», όπως λέει. Μόνο όταν αρχίζει να ζαλίζεται ή να νιώθει έντονη κόπωση, θυμάται ότι δεν έχει φάει τίποτα από το πρωί.
Κάθε “όχι” στο φαγητό μπορεί να είναι ένα “βοήθησέ με” – Οι συνέπειες της διαταραχής
Η ARFID, σε αντίθεση με την απλή επιλεκτική διατροφή, μπορεί να επηρεάσει σοβαρά την πρόσληψη θρεπτικών συστατικών και, κατ’ επέκταση, τη συνολική υγεία. Οι ελλείψεις σε βασικά θρεπτικά συστατικά, όπως οι φυτικές ίνες, ο σίδηρος, το ασβέστιο και οι βιταμίνες του συμπλέγματος Β, είναι συχνές, οδηγώντας σε συμπτώματα όπως κόπωση, ζαλάδες, δυσκοιλιότητα, τριχόπτωση ή ακόμη και βραδυκαρδία.
Η αδυναμία κάλυψης των ενεργειακών αναγκών είναι επίσης συχνή, προκαλώντας απώλεια βάρους ή επιβράδυνση της σωματικής ανάπτυξης – ιδίως σε παιδιά. Ωστόσο, το βάρος δεν είναι ενδεικτικό της ARFID. Η διαταραχή μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιοδήποτε σωματικό βάρος. Συχνά, η αποστροφή προς φρούτα και λαχανικά οδηγεί τα άτομα να στραφούν σε τρόφιμα υψηλής θερμιδικής πυκνότητας αλλά χαμηλής θρεπτικής αξίας, με αποτέλεσμα την αύξηση βάρους και ταυτόχρονα την ύπαρξη σημαντικών διατροφικών ελλείψεων.
Οι συνέπειες, όμως, δεν είναι μόνο σωματικές. Μια απλή έξοδος για φαγητό μπορεί να προκαλέσει έντονο άγχος. Πάρτι, σχολικές εκδηλώσεις ή οικογενειακά τραπέζια μετατρέπονται σε ναρκοπέδια. Οι σχέσεις φθείρονται, η κοινωνική ζωή περιορίζεται και η απομόνωση γίνεται καθημερινότητα. Παιδιά και έφηβοι ενδέχεται να χάσουν φιλίες, απλώς επειδή δεν μπορούν να συμμετάσχουν στο κοινό φαγητό.
Η ARFID μπορεί να επηρεάσει και την ακαδημαϊκή ή επαγγελματική απόδοση. Η χαμηλή ενέργεια, οι δυσκολίες στη συγκέντρωση, η γενική αδιαθεσία και ο κακός ύπνος λειτουργούν σαν αόρατα εμπόδια στην καθημερινότητα. Κι όσο πιο σιωπηρές είναι αυτές οι επιπτώσεις, τόσο πιο δύσκολα γίνονται αντιληπτές από το περιβάλλον.
Σε σοβαρότερες περιπτώσεις, απαιτείται ιατρική παρέμβαση — από τη χορήγηση συμπληρωμάτων έως και εντερική σίτιση. Η ARFID μπορεί να οδηγήσει σε χρόνιες επιπλοκές: οστική αδυναμία, καθυστερήσεις στην ανάπτυξη, ακόμη και νοσηλείες. Για κάποιον με ARFID, το φαγητό δεν είναι απόλαυση, αλλά απειλή. Και κάθε φόβος, κάθε αποφυγή, αφήνει ανεξίτηλα σημάδια — στο σώμα και στη ζωή.
Πότε δεν είναι ARFID;
Η αποφευκτική ή περιοριστική διατροφή δεν αποτελεί πάντοτε ένδειξη της διαταραχής ARFID. Δεν μπορεί να διαγνωστεί όταν η αποφυγή τροφής οφείλεται σε πολιτισμικούς ή θρησκευτικούς λόγους, όπως η νηστεία ή διατροφικές συνήθειες που υπαγορεύονται από παραδόσεις. Επίσης, η έλλειψη διαθέσιμης τροφής ή η αποφυγή συγκεκριμένων τροφών λόγω αλλεργιών ή φαρμακευτικής αγωγής δεν εντάσσονται στο φάσμα της διαταραχής. Η ARFID διαφοροποιείται από άλλες διαταραχές πρόσληψης τροφής (π.χ. ψυχογενή ανορεξία), καθώς δεν επηρεάζεται από τις αντιλήψεις ενός ατόμου σχετικά με το βάρος ή το σχήμα του σώματός του και δεν συνοδεύεται από συμπεριφορές όπως η πρόθεση για απώλεια βάρους ή η υπερβολική άσκηση.
Πέρα από ψυχολογικά αίτια, υπάρχουν και ιατρικές καταστάσεις που μπορούν να οδηγήσουν σε απώλεια όρεξης ή βάρους, όπως ενδοκρινικές διαταραχές (π.χ. διαβήτης τύπου 1, υπερθυρεοειδισμός), χρόνιες λοιμώξεις, γαστρεντερικές νόσοι (νόσος του Crohn, κοιλιοκάκη) ή προβλήματα κατάποσης (όπως η αχαλασία). Η παρουσία τέτοιων παθήσεων πρέπει να εξετάζεται προσεκτικά κατά τη διαγνωστική διαδικασία, ώστε να αποκλειστούν άλλες πιθανές αιτίες που δεν σχετίζονται με την ψυχογενή φύση της ARFID.
Είναι θεραπεύσιμη η ARFID;
Ναι. Αν και μπορεί να είναι χρόνια και πολύπλοκη, η έγκαιρη παρέμβαση βελτιώνει σημαντικά την πρόγνωση. Η θεραπεία βασίζεται στη συνεργασία ειδικών, όπως ψυχολόγων, διαιτολόγων και παιδιάτρων, και περιλαμβάνει σταδιακή έκθεση σε νέες τροφές, διαχείριση άγχους και ενίσχυση της αυτοεκτίμησης. Η ενεργή συμμετοχή της οικογένειας είναι καθοριστική, καθώς ένα υποστηρικτικό περιβάλλον μπορεί να ενισχύσει την προσπάθεια του ατόμου. Με την κατάλληλη φροντίδα, είναι δυνατό να αποκατασταθεί η σχέση με το φαγητό και να βελτιωθεί ουσιαστικά η ποιότητα ζωής.
Παλικρούσης Λ. Θωμάς, Ψυχολόγος, MSc, PhD(c)