Ο πρώην πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, υπέγραψε νέα προεδρική διακήρυξη με την οποία επιβάλλεται πλήρης απαγόρευση εισόδου στις ΗΠΑ για πολίτες 12 χωρών και μερικοί περιορισμοί για πολίτες άλλων επτά. Η απόφαση αυτή σηματοδοτεί την αναβίωση και επέκταση των αμφιλεγόμενων ταξιδιωτικών απαγορεύσεων που είχαν επιβληθεί κατά τη διάρκεια της πρώτης του θητείας.
Οι χώρες των οποίων οι υπήκοοι αντιμετωπίζουν πλήρη απαγόρευση είναι: Αφγανιστάν, Βιρμανία (Μιανμάρ), Τσαντ, Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, Ισημερινή Γουινέα, Ερυθραία, Αϊτή, Ιράν, Λιβύη, Σομαλία, Σουδάν και Υεμένη.
Παράλληλα, περιορισμοί επιβάλλονται και στους υπηκόους των χωρών: Μπουρούντι, Κούβα, Λάος, Σιέρα Λεόνε, Τόγκο, Τουρκμενιστάν και Βενεζουέλα, χωρίς όμως να αποκλείονται πλήρως από την είσοδο.
Ο Τραμπ δικαιολόγησε την απόφαση επικαλούμενος ζητήματα εθνικής ασφάλειας, εξωτερικής πολιτικής και αντιτρομοκρατίας, σημειώνοντας ότι «οι απαγορεύσεις αυτές συνάδουν με τις στρατηγικές προτεραιότητες της χώρας». Η εντολή είχε προετοιμαστεί ήδη από την πρώτη ημέρα επιστροφής του στον Λευκό Οίκο, στις 20 Ιανουαρίου, όταν υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα για την κατάρτιση σχετικής λίστας μέχρι τις 21 Μαρτίου.
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι απαγορεύσεις βασίζονται επίσης σε ανησυχίες για επισκέπτες που υπερβαίνουν τη διάρκεια των θεωρήσεων (visa) τους και δεν συμμορφώνονται με τις μεταναστευτικές αρχές.
Ωστόσο, οργανώσεις υπεράσπισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ειδικοί εκφράζουν έντονες αντιρρήσεις, υποστηρίζοντας ότι τέτοια μέτρα αποτελούν διακρίσεις σε βάρος ομάδων με βάση την εθνότητα, και πως η εφαρμογή τους θα έχει ως συνέπεια τον αποχωρισμό οικογενειών, όπως συνέβη και με τις προηγούμενες απαγορεύσεις της κυβέρνησης Τραμπ.
Ιδιαίτερα έντονος αναμένεται να είναι ο αντίκτυπος στις κοινότητες μεταναστών στις ΗΠΑ, ειδικά από την Αϊτή, την Κούβα και τη Βενεζουέλα, χώρες με πολυπληθείς παροικίες στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι αντιδράσεις αναμένεται να ενταθούν, ενώ ήδη οργανώσεις προετοιμάζουν νομικές και πολιτικές ενέργειες ενάντια στη νέα αυτή πολιτική.