Ζῇ
Βασίλειος, καὶ θανὼν ἐν Κυρίῳ.
Ζῇ καὶ παρ᾽ ἡμῖν, ὡς λαλῶν ἐκ τῶν
βίβλων,
Ἰανουαρίοιο θάνες, Βασίλειε, πρώτῃ.
«… τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας». Με τη φράση αυτή, το απολυτίκιο, απόλυτα επιτυχημένα, τονίζει την κοινωνική προσφορά του Άγιου Βασιλείου, που με τη θεία διδασκαλία του στόλισε με αρετές τα ήθη και τη ζωή των ανθρώπων.
Για τους Ορθόδοξους χριστιανούς ο Άι Βασίλης είναι ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος έζησε στη Καππαδοκία και αφιέρωσε σχεδόν όλη του τη ζωή στη βοήθεια προς τον συνάνθρωπο. Στην παγκόσμια ιστορία θεωρείται ως ο εμπνευστής αλλά και πρώτος δημιουργός της οργανωμένης φιλανθρωπίας.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Μέγας Βασίλειος ήταν ψηλόλιγνος, με μαύρα μάτια και γένια. Ο Μέγας Βασίλειος πέθανε στις 31 Δεκεμβρίου του 378. Την 1 Ιανουαρίου του 379, ημέρα της κηδείας του, διατηρούμενη στη παράδοση, θεωρήθηκε πρώτα απ΄ όλους χριστιανικούς λαούς ότι φέρνει ευλογία και καλή τύχη στη νέα χρονιά.
Στα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς κύριο πρόσωπο είναι ο Μέγας Βασίλειος, για το έργο του οποίου γίνεται υπενθύμιση στον σπιτονοικοκύρη ώστε να τα επαναλάβει.
Βιογραφία
Ο Μέγας αυτός πατέρας και
διδάσκαλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας γεννήθηκε το 329 μ.Χ., κατ’ άλλους το 330
μ.Χ., στη Νεοκαισάρεια του Πόντου στο χωριό Άννησα και μεγάλωσε στην Καισάρεια
της Καππαδοκίας. Τα δε εγκυκλοπαιδικά λεξικά αναφέρουν σαν πατρίδα του Μ. Βασιλείου
την Καισαρεία της Καππαδοκίας. Είχε 8 αδέρφια, 3 αγόρια και πέντε κορίτσια. Από
τα 4 αγόρια τα 3 αγόρια έγιναν επίσκοποι (ο Βασίλειος Καισαρείας, ο Γρηγόριος
Νύσσης και ο Πέτρος Σεβάστειας) και το ένα μοναχός (ο Ναυκράτιος). Από τις 5
αδερφές του η πρώτη, και συγχρόνως το πιο μεγάλο παιδί της οικογένειας, η
Μακρίνα, έγινε μοναχή. Οι γονείς του Βασίλειος (και αυτός), που καταγόταν από
την Νεοκαισάρεια του Πόντου και Εμμέλεια, που καταγόταν από την Καππαδοκία, αν
και κατά κόσμον ευγενείς και πλούσιοι, είχαν συγχρόνως και ακμαιότατο
χριστιανικό φρόνημα. Αυτοί μάλιστα έθεσαν και τις πρώτες -καθοριστικής
σημασίας- πνευματικές βάσεις του Αγίου.
Με εφόδιο αυτή τη χριστιανική ανατροφή, ο Βασίλειος αρχίζει μια καταπληκτική
ανοδική πνευματική πορεία. Έχοντας τα χαρίσματα της ευστροφίας και της μνήμης,
κατακτά σχεδόν όλες τις επιστήμες της εποχής του. Και το σπουδαιότερο, κατακτά
τη θεία θεωρία του Ευαγγελίου, που την κάνει αμέσως πράξη με την αυστηρή
ασκητική ζωή του.
Μετά τις πρώτες του σπουδές
στην Καισαρεία και κατόπιν στο Βυζάντιο, επισκέφθηκε, νεαρός ακόμα, την Αθήνα,
όπου επί τέσσερα χρόνια συμπλήρωσε τις σπουδές του, σπουδάζοντας φιλοσοφία,
ρητορική, γραμματική, αστρονομία και ιατρική, έχοντας συμφοιτητές του τον
Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό (τον θεολόγο) και τον Ιουλιανό τον Παραβάτη.
Από την Αθήνα επέστρεψε στην Καισαρεία και δίδασκε την ρητορική τέχνη.
Αποφάσισε όμως, να ακολουθήσει τη μοναχική ζωή και γι’ αυτό πήγε στα κέντρα του
ασκητισμού, για να διδαχθεί τα της μοναχικής πολιτείας στην Αίγυπτο, Παλαιστίνη,
Συρία και Μεσοποταμία. Όταν επέστρεψε, αποσύρθηκε σε μια Μονή του Πόντου, αφού
έγινε μοναχός, και ασκήθηκε εκεί με κάθε αυστηρότητα για πέντε χρόνια (357 –
362 μ.Χ.). Ήδη τέλεια καταρτισμένος στην Ορθόδοξη Πίστη, χειροτονήθηκε διάκονος
και πρεσβύτερος από τον επίσκοπο Καισαρείας Ευσέβιο. Ο υποδειγματικός τρόπος
της πνευματικής εργασίας του δεν αργεί να τον ανεβάσει στο θρόνο της
αρχιεροσύνης, διαδεχόμενος τον Ευσέβιο στην επισκοπή της Καισαρείας (370 μ.Χ.).
Με σταθερότητα και γενναίο φρόνημα, ως αρχιερέας έκανε πολλούς αγώνες για την
Ορθόδοξη Πίστη. Με τους ορθόδοξους λόγους που συνέγραψε, κατακεραύνωσε τα
φρονήματα των κακοδόξων.
Στους αγώνες του κατά του Αρειανισμού αναδείχτηκε αδαμάντινος, ούτε κολακείες
βασιλικές του Ουάλεντα (364 – 378 μ.Χ.), που πήγε αυτοπροσώπως στην Καισαρεία
για να τον μετατρέψει στον Αρειανισμό, ούτε οι απειλές του Μόδεστου μπόρεσαν να
κάμψουν το ορθόδοξο φρόνημα του Αγίου. Υπεράσπισε με θάρρος την Ορθοδοξία,
καταπλήσσοντας τον βασιλιά και τους Αρειανούς. Ακόμα, αγωνίστηκε κατά της
ηθικής σήψεως και επέφερε σοφές μεταρρυθμίσεις στο μοναχισμό.
Η δε υπόλοιπη ποιμαντορική δράση του, υπήρξε απαράμιλλη, κτίζοντας την περίφημη
«Βασιλειάδα», συγκρότημα με ευαγή Ιδρύματα, όπως φτωχοκομείο, ορφανοτροφείο,
γηροκομείο, ξενοδοχείο και νοσοκομείο κ.ά., όπου βρήκαν τροφή και περίθαλψη
χιλιάδες πάσχοντες κάθε ηλικίας, γένους και φυλής.
Ο Μέγας Βασίλειος έχει πλούσιο και σημαντικό συγγραφικό έργο. Τα κυριότερα έργα
του είναι οι 9 ομιλίες στην Εξαήμερο, ομιλίες στους Ψαλμούς, πολλές και διάφορες
άλλες ομιλίες, ασκητικά έργα και επιστολές.
Το φιλανθρωπικό έργο και η «Βασιλειάδα»
Έργο ζωής και σημαντικό σταθμό στην πορεία του, αποτελεί η ίδρυση και λειτουργία ενός κοινωνικού φιλανθρωπικού συστήματος, του Πτωχοκομείου ή «Βασιλειάδας». Εκεί διοχετεύει όλη την ποιμαντική του ευαισθησία, καθιστώντας την πρότυπο κέντρου περίθαλψης και φροντίδας των ασθενέστερων κοινωνικά ανθρώπων. Ουσιαστικά η Βασιλειάδα υπήρξε ένας πρότυπος οίκος για τη φροντίδα των ξένων, την ιατρική περίθαλψη των φτωχών άρρωστων και την επαγγελματική κατάρτιση των ανειδίκευτων. Καθίσταται η μήτρα ομοειδών οργανισμών που δημιουργήθηκαν σε άλλες επισκοπές και στάθηκε η σταθερή υπενθύμιση στους πλουσίους του προνομίου τους να διαθέτουν τον πλούτο τους με έναν αληθινά χριστιανικό τρόπο. Η Βασιλειάδα είναι το πρώτο γνωστό στην ιστορία κοινωνικό ίδρυμα, μια ολόκληρη πολιτεία που φιλοξενούσε 30.000 ανθρώπους.
Το ενδιαφέρον του Βασιλείου για τα ευρύτερα κοινωνικά προβλήματα του λαού καταδεικνύεται από επιστολές του, με τις οποίες προσπαθούσε να λύσει προβλήματα εργαζομένων στα ορυχεία του Ταύρου της Μικράς Ασίας, ορφανών, αδικημένων, ασθενών και απόρων και καθιέρωσε τη διανομή αγαθών — τρόφιμα, ρούχα, χρήματα — και κάθε είδους βοήθειας σε φτωχές οικογένειες, άπορους κ.λπ. Ο Βασίλειος διακήρυττε ότι η ελεημοσύνη από μόνη της δεν αποτελεί απάντηση στη φτώχεια, αντίθετα μόνη απάντηση είναι η εργασία και η δίκαιη κατανομή των αγαθών:
Κοίμηση
Καταπονημένος από την ευρεία δράση που ανέπτυξε σε πολλούς τομείς της χριστιανικής μαρτυρίας, καθώς και την ασκητική ζωή, την οποία ακολουθούσε, ο Βασίλειος πεθαίνει την 1 Ιανουαρίου του 379, σε ηλικία 49 ετών αφήνοντας παρακαταθήκη και Ιερή κληρονομιά στην ανθρωπότητα ένα τεράστιο πνευματικό έργο. Ο θάνατός του βυθίζει στο πένθος όχι μόνο το ποίμνιό του αλλά και όλο τον χριστιανικό κόσμο της Ανατολής. Στην κηδεία του συμμετέχουν Ιουδαίοι, πιστοί της εθνικής θρησκείας και ένα πλήθος ανομοιογενούς θρησκευτικής και εθνικής απόχρωσης. Η παρακαταθήκη του υπήρξε το τεράστιο σε μέγεθος και σημασία θεολογικό-δογματικό του έργο, μαζί με τη συμβολή του στη λειτουργική και την πρωτότυπη ανθρωπιστική του δράση.
Εορτή
Η μνήμη του Μεγάλου Βασιλείου τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία την 1η Ιανουαρίου, ενώ από το 1081 ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως – Νέας Ρώμης Ιωάννης Μαυρόπους θέσπισε έναν κοινό εορτασμό των Τριών Ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, Ιωάννη Χρυσοστόμου και Γρηγορίου του Θεολόγου, στις 30 Ιανουαρίου ως προστατών των γραμμάτων και της παιδείας.
Το έθιμο της Βασιλόπιτας
Στα χρόνια του Ιουλιανού του Παραβάτη, όταν το Βυζάντιο κήρυξε τον πόλεμο στην Περσία, ο Ιουλιανός πέρασε με τον στρατό του από την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Τότε διέταξε να φορολογήσουν όλη την επαρχία και τα χρήματα αυτά θα τα έπαιρνε επιστρέφοντας για την Κωνσταντινούπολη. Οι κάτοικοι της Καισάρειας αναγκάσθηκαν να δώσουν ό,τι είχε ο καθένας σε χρυσαφικά και νομίσματα. Όμως ο Ιουλιανός σκοτώθηκε σε μια μάχη στον πόλεμο με τους Πέρσες και δεν ξαναπέρασε ποτέ από την Καισάρεια.
Τότε ο Άγιος Βασίλειος έδωσε εντολή από τα συγκεντρωμένα χρυσαφικά τα μισά να δοθούν στους φτωχούς, ένα μικρό μέρος στις ανάγκες των ιδρυμάτων της «Βασιλειάδας» και τα υπόλοιπα να μοιραστούν και να επιστραφούν στους κατοίκους. Επειδή όμως ήταν πλέον ανέφικτο να λάβει καθένας αυτά που είχε δώσει, ο Μέγας Βασίλειος σκέφτηκε να γίνει η μοιρασιά με έναν πρωτότυπο τρόπο: έδωσε εντολή να ζυμώσουν μικρά ψωμιά και μέσα σε καθένα τοποθέτησε από ένα νόμισμα ή χρυσαφικό και κατόπιν τα μοίρασε σε όλα τα σπίτια.
Έτσι τρώγοντας οι κάτοικοι τα ψωμιά έβρισκαν μέσα κάποιο από τα αφιερωθέντα τιμαλφή. Με τον τρόπο αυτό γεννήθηκε το έθιμο της πίτας που ονομάσθηκε «Βασιλόπιτα», από το όνομα του Αγίου, στην οποία βάζουμε ένα φλουρί σε ανάμνηση εκείνης της πρώτης μοιρασιάς που έκανε ο Μέγας Βασίλειος. Εκείνος, στου οποίου το κομμάτι θα βρεθεί το φλουρί, θεωρείται ότι είναι τυχερός και θα έχει μια καλή χρονιά.
Με τον τρόπο αυτό το πρωτοχρονιάτικο έθιμο της βασιλόπιτας συνδέεται με τον άγιο Βασίλειο στην παράδοση του τόπου μας και από τότε φτιάχνουμε κι εμείς τη Βασιλόπιτα με το φλουρί μέσα, την πρώτη μέρα του χρόνου, τη μέρα του Αγίου Βασιλείου. Η Βασιλόπιτα, Αγιοβασιλιάτικο έθιμο πολλών αιώνων, μεταφέρεται έτσι από γενιά σε γενιά, για να μας θυμίζει την αγάπη και την καλοσύνη του Μεγάλου Αγίου της Πίστεώς μας.