Του Αγγελή Καλοδούκα
Τον ήξερα εξ όψεως μόνο, μέχρι που εδώ και δεκατρία χρόνια ενωρίτερα τον προσέλαβε το 3ΧΥ Ράδιο Ελλάς για τα προγράμματα της πρωινής ζώνης του Σαββάτου και μαζί μ’ αυτά και για την τεχνική επιμέλεια και μουσική επένδυση του δικού μου προγράμματος, του Επαγγελματικού Οδηγού, που είχα ξεκινήσει δέκα χρόνια νωρίτερα με τον Νίκο Λούπο.
Νοιώσαμε λίγο αμήχανα στην αρχή του πρώτου μας προγράμματος, αλλά δύο ώρες αργότερα λες και γνωριζόμασταν από χρόνια. Η “χημεία” μας ταίριαξε. Βουνίσιος εκείνος, από το Βλοχό Καρδίτσας στη Θεσσαλία, καμπίσιος εγώ, από το Σουέζ της Νειλοχώρας, στην Αίγυπτο, με πολλές όμως ομοιότητες σε εμπειρίες και κοινά πιστεύεω και ιδανικά, δεθήκαμε και γίναμε με την πάροδο του χρόνου στενοί, καρδιακοί φίλοι και συνεργάτες.
Γίναμε ένα δίδυμο στο 3ΧΥ που θέλω να πιστεύω ότι αγαπήθηκε πολύ από πολλούς στην παροικία μας της Μελβούρνης και όχι μόνο.
Πανέξυπνος ο Τάσος, εύσωμος, δυνατός, ζωντανός, δυναμικός (ανθρώπινη μπουλντόζα τον έλεγα), εύστροφος, χαρισματικός και πάρα πολύ κοινωνικός. Ο αυθορμητισμός του σε συνέπαιρνε. Η φωνή του καθαρή, βροντερή, γεμάτη ραδιοφωνικό μέταλλο, μ΄ένα ωραίο λέγειν, χείμαρρος σωστός, χωρίς να κομπιάζει ή να κολλάει πουθενά, με πολλή δύναμη και χρώμα στις μοναδικές εκφράσεις, με τις οποίες φυσικά και αυθόρμητα επικοινωνούσε με το κοινό και με αυτές απέδιδε τις εμπειρίες και τα βιώματα της ζωής του ανοιχτόχερα στους ακροατές μας (και με παρέσυρε κι εμένα να κάνω το ίδιο, κολλώντας με κάποτε στον τοίχο με κάτι απρόοπτες ερωτήσεις ιδιωτικού χαρακτήρα).
Οι σκέψεις και τα συναισθήματα ήταν εκείνης της στιγμής, φρέσκα και αυθόρμητα στο ζωντανό πρόγραμμα που κάναμε μαζί το πρωινό δίωρο του Σαββάτου χωρίς χαρτιά και σημειώσεις, όλα από καρδιάς βγαλμένα με αγάπη για τον κόσμο που μας άκουγε.
Τον Τάσο Γαλάνη τον έζησα από πολύ κοντά. Μεγάλη καρδιά ο Τάσος ξεχώρισε, διέπρεψε και αγαπήθηκε μέσα στην παροικία μας όσο λίγοι, όχι με πλούτη και παλάτια και επιχειρήσεις, αλλά για τα πολλά και ωραία ψυχικά και πνευματικά του χαρίσματα, την αγάπη του για την οικογένειά του πρώτα-πρώτα, για τη δουλειά του, τη μουσική και το DJ του και την ηλεκτρονική τεχνολογία (με κατσάδιαζε που ήμουν τεχνολογικά οπισθοδρομικός και καθυστερημένος, και είχε δίκιο γι΄αυτό).
Αγαπούσε τους φίλους τους καλούς, γνήσιους και θετικούς πάρα πολύ, όπως αγαπούσε και όλο τον κόσμο στη μεγάλη μας αυτή πόλη, την ξελογιάστρα Μελβούρνη, όπως την αποκαλούσε.
Βοήθησε σιωπηλά και με πάθος πολλούς με προβλήματα, αδύναμους, ανήμπορους, άνεργους, κατατρεγμένους, μοναξιασμένους, χτυπημένους από τη μοίρα. Συνέπασχε μαζί τους.
Τα προβλήματά τους άρχισαν κάποια στιγμή να τον «αγγίζουν» επικίνδυνα. «Κάνε κράτει», του έλεγα. «Καλό είναι να βοηθάμε, αλλά πρόσεχε, το παρακάνεις, θ΄αρρωστήσεις κι εσύ, θα σε βουλιάξουν κι εσένα». Μ΄άκουγε σκεπτικός και κάπου συμφώνησε στο τέλος.
Η μουσική και το DJ του δεν ήταν μόνο ένα βιοποριστικό μέσον για τον Τάσο, ήταν η αγάπη του, η λατρεία του και τρόπος ζωής. Ήξερε όλα τα τραγούδια και όλους τους καλλιτέχνες, πολλούς από κοντά. Όπου τον καλούσαν για τη μουσική, τους έδινε με δυναμισμό τον καλύτερο εαυτό του και ξεσήκωνε τον κόσμο με το ρεπερτόριό του και τον αυθόρμητο ενθουσιασμό του να σηκωθεί και να χορέψει, να γλεντήσει, να ξεφαντώσει.
Ήταν για χρόνια το νούμερο ένα DJ της Μελβούρνης και περιζήτητος από Οργανισμούς και ιδιώτες, γιατί ήτανε κράχτης ο Γαλάνης και τράβαγε πολύ κόσμο. Αγάπησε την Παροικία αλλά και αυτή τον αγάπησε, τον αγκάλιασε και τον δόξασε. Το ένοιωθε αυτό ο Τάσος και το καμάρωνε και το χαιρόταν.
Αυτό του έδινε όμως και υπέρμετρη αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη στον εαυτό του και τις ικανότητές του, με κάποιο τρόπο τον «μεθούσε», σπρώχνοντάς τον σε αψυχολόγητες υπερβάσεις και αποφάσεις με αρνητικές επιπτώσεις κάποτε για τον ίδιο (το σύνδρομο της ψηλής παπαρούνας…).
Ναι, έδωσε πολλά ο Τάσος και πήρε σε αντάλλαγμα από μερικούς απογοήτευση, πίκρα και αχαριστία.
Τα Σάββατα το πρωί περίμενα πώς και πώς να πάω στο στούντιο του 3ΧΥ για το πρόγραμμα του Επαγγελματικού Οδηγού μεν, αλλά και για να βρεθούμε, να χαιρετιστούμε, να τα πούμε και ν΄ανεβάσουμε ο ένας του άλλου τη διάθεση και να μιλήσουμε για την εβδομάδα που πέρασε, τις παροικιακές μας εκδηλώσεις αλλά και τις δικές μας εμπειρίες, τα μπάρμπεκιου και τα «κοψίδια» και «τσιγαρίδες» που φάγαμε (του άρεσε το καλό και νόστιμο φαγητό), να μου μιλήσει για τις καινούργιες νόστιμες συνταγές του και τηγανιές του (ήταν μερακλής σ΄αυτά) και το βιβλίο του των συνταγών που δεν έγραψε ποτέ.
Κι ύστερα, οι δυό μας μαζί να δώσουμε στους ακροατές μας τον καλύτερό μας εαυτό και να τους κάνουμε να ξεχάσουν για λίγο τις έγνοιες και το άγχος της καθημερινότητας, και να περάσουν δυο πιο ευχάριστες και ξένοιαστες ώρες μαζί μας στα ερτζιανά του 3ΧΥ.
Τι να πρωτοθυμηθώ; Ήταν φίλος καλός και σεβότανε την φιλία, όπως και τον εργοδότη του, το Greek Media Group, τους ιδιοκτήτες και τη διεύθυνσή του. Κάπου –κάπου, με τον πολύ στενό κύκλο φίλων του, την «αντροπαρέα» όπως την έλεγε, που βρισκόμασταν κάπου-κάπου για μεζεδάκι και ουζάκι-τσιπουράκι με τον Μιχάλη Λιαγκουρδή που γνωρίζονταν πολλά χρόνια και έκαναν και πρόσφατα μαζί το βραδινό πρόγραμμα της Πέμπτης «Να θυμηθούμε τα παλιά», τον Παντελή Χατζή της SOS Roofing, τον Νίκο Μέρμηγκα και λίγους άλλους (που όλοι τους απευθύνουν θερμά συλλυπητήρια στη σύζυγο και οικογένεια του Τάσου Γαλάνη) περάσαμε αξέχαστες στιγμές.
Ήταν και φιλόσοφος ο Τάσος, όσο και ρεαλιστής.
Πόσες φορές τα πρωινά του Σαββάτου έφερνε από το σπίτι του στο στούντιο του 3ΧΥ υπέροχες λιχουδιές που με αγάπη και μεράκι έφτιαχνε ο ίδιος και λίγο τσιπουράκι και ζεσταινόταν η καρδιά μας και κελαηδούσαμε ακόμα πιο πολύ και πιο ωραία στον αγαπημένο μας σταθμό για την αγαπημένη μας Ελληνική Παροικία.
Α, ρε Τάσο, έφυγες νωρίς και το κενό δυσβάσταχτο. Βροχή τα τηλεφωνήματα που έλαβα και τα συλλυπητήρια, παροικιακό πένθος ο χαμός σου.
Όλοι μας εδώ στο 3ΧΥ, που αγάπησες και πιστά υπηρέτησες, φίλε καλέ κι αξέχαστε, παρακαλούμε και ευχόμαστε στο Θεό να έχεις καλό ταξίδι και καλό Παράδεισο.
Ο δίδυμός σου,
Αγγελής