Της Λαμπρινής Λάμπρου Κρίστοφερ
45 χρόνια μετά από την παράνομη εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο και οι νεκροί ζητούν ακόμα δικαίωση. Παρά το πέρασμα του χρόνου οι μνήμες πολλών συμπαροίκων παραμένουν νωπές. Μία από αυτές είναι και η ιστορία της κας Σταυρούλλας Λάμπρου.
«Μέναμε στο παραλιακό χωριό Καραβοστάσι. Ξημερώματα Σάββατο 20 του Ιούλη, πέντε ημέρες μετά το Πραξικόπημα που βύθισε την Κύπρο σε μαύρες μέρες, το Κυπριακό ραδιόφωνο ανέγγειλε την Τουρκική εισβολή. Φύγαμε για το χωριό του άντρα μου, που ήταν ορεινό, μακρυά απο το Τουρκικό γειτονικό μας χωριό, που ήταν περικυκλωμένο από κύπριους στρατιώτες και σίγουρα εκεί θα γίνονταν μάχες, και μακρυά από τη θάλασσα που πιθανόν να έφερνε αποβίβαση.
Tα Τουρκικά αεροπλάνα βομβάρδιζαν και εκεί, ανελέητα. Καταφύγαμε στο δάσος στους πρόποδες του βουνού και κρυφτήκαμε κάτω από ένα μεγάλο δέντρο, τρεις οικογένειες, δεκατρία άτομα – δικά μας πρόσωπα αγαπημένα. Κλείναμε τα αυτιά μας από τις εκρήξεις των αεροπλάνων και προσευχόμασταν στη Μεγαλόχαρη να λυπηθεί τα μωρά μας – 8 μωρά, σιωπηλά και φοβισμένα. Αργά το βράδυ, όταν τα αεροπλάνα σταματούσαν, γυρίζαμε πίσω στο χωριό του άντρα μου. Το επόμενο χάραμα φεύγαμε και πάλι πρωί για το δάσος. Οι μάχες διήρκεσαν μία εβδομάδα.
Επεσε η Κερύνεια. Εμείς γυρίσαμε στα σπίτια μας για να ακούσουμε ότι ο εικοσάχρονος γιός της αδερφής μου, που σύντομα θα σπούδαζε γιατρός στην Αθήνα, σκοτώθηκε στον πόλεμο στρατιώτης στον Πενταδάκτυλο. Το πένθος για τον Κωστάκη ήταν βαρύ.
Η ζωή κυλούσε δύσκολη με καθημερινά curfews, περιορισμούς, πρόσφυγες από την Κερύνεια και τραγικές ιστορίες. ¨Ηταν πλέον Αύγουστος και λαχταρούσαμε να ακούσουμε μια καλή είδηση ότι αποχωρούν οι Τούρκοι από την Κερύνεια. Αντίθετα, άρχισαν καινούργιοι ψίθυροι και ένταση, έτσι στις 13 Αυγούστου στείλαμε τα παιδιά στο χωριό ενός ξαδέρφου, που ήταν ορεινό.
Την επομένη, ξημερώματα 14 Αυγούστου γέμισε και πάλι ο ουρανός με τουρκικά αεροπλάνα. Ο άντρας μου και εγώ τρέξαμε στο αυτοκίνητο και οδηγούσαμε σαν τρελλοί, προσπαθώντας να σωθούμε από τις βόμβες που σκορπούσαν τον θάνατο και τον χαλασμό γύρω μας . Μέσα στο χάος και στα ουρλιαχτά απο τα αεροπλάνα, κρατούσαμε την αναπνοή μας και παρακαλούσαμε την Παναγιά να μην αφήσει να μείνουν ορφανά και αβοήθητα τα παιδιά μας. Το βουητό και οι εκρήξεις αντηχούν ακόμα μέσα στα αυτιά μου.
Το χωριό του ξαδέρφου μας είχε κατακλυστεί απο τρομαγμένο κόσμο που ζητούσε καταφύγιο. Καταλήξαμε σε ένα δημοτικό σχολείο. Μία σχολική αίθουσα έγινε το σπίτι μας, και τριάντα ξένα άτομα έγιναν η καινούρια μας οικογένεια για λίγες μέρες. Δεν υπήρχε ούτε ψωμί για όλους, αλλά ο άντρας μου κατάφερε να βρει ψωμί για τα παιδιά μας. Ευτυχώς ήταν καλοκαίρι και δεν κρυώσαμε. Η κάθε οικογένεια πήρε μια μικρή γωνίτσα στην αίθουσα. Κοιμόμασταν στο πάτωμα, συμπαραστεκόμαστε ο ένας στον πόνο του άλλου και περιμέναμε νέα. Κάθε μέρα καταφθάνανε στρατιώτες που είχαν φύγει κυνηγημένοι από τους Τούρκους, με τρομακτικές ιστορίες για τους συντρόφους τους. Τους παρηγορούσαμε και κλαίγαμε μαζί.
Στεναχωριόμουνα για τα παιδιά μου που δεν είχαν αρκετά ρούχα και σκεφτόμουνα τα ζώα μας, τις τρείς μας κατσίκες που τις άφησα δεμένες με σχοινί. Το φαγητό και το νερό τους σίγουρα θα είχε εξαντληθει. Ενοιωθα ότι έπρεπε να επιστέψουμε να ελευθερώσουμε τα ζώα και να πάρουμε προμήθειες για τα παιδιά. Πιστεύαμε ότι οι Τούρκοι δεν ειχαν μπει ακόμη στο χωριό μας. Ετσι είχαμε ακούσει.
Αφήσαμε τα παιδιά μαζί με την οικογένεια της κουνιάδας μου που και αυτοί είχαν φύγει από τα σπίτια τους και έμεναν προσωρινά σε συγγενείς σε ένα άλλο ορεινό χωριό. Μαζί με τον πεθερό και τον άντρα μου ξεκινήσαμε για το χωριό μας.
Κοντέψαμε με το αυτοκίνητό μας προς το χωριό μας, μέχρι που βρήκαμε τον δρόμο σκαμμένο. Οι ψίθυροι λέγανε ότι ήταν γεμάτος νάρκες. Αφήσαμε τον άντρα μου με το αυτοκίνητο μας εκεί για να μην κινδυνεύσει από τους Τούρκους. Εγώ με τον πεθερό μου συνεχίσαμε περπατητοί μέσα απο τα χωράφια προς το σπίτι μας. Θα πηγαίναμε γρήγορα και θα γυρίζαμε πριν βραδυάσει. Δεν πέρασε όμως πολλή ώρα και κάτω από μια μεγάλη ελιά είδαμε πολλούς ξένους στρατιώτες.
«Τους βλέπεις;» Μου είπε πανικόβλητος ο πεθερός μου. «Πρέπει να επιστρέψουμε».
Ηταν αργά για να φύγουμε. Τα όπλα ήταν είδη στραμμένα απάνω μας.
«Αλτ» φώναξαν οι Τούρκοι στρατιώτες και εμείς παγώσαμε.
Μας πήραν στον αξιωματικό τους που μας ανέκρινε μέσω διερμηνέα για μια ώρα. Ήταν παρόντες πολλοί Τούρκοι στρατιώτες. Ηθελε να ξέρει αν είδαμε Έλληνες στρατιώτες και πόσο μακρυά ήταν. Με ρώτησε πού είναι ο άντρας μου και του είπα ψεματα ότι πήγε να σβήσει τις φωτιές που έκαιγαν τα δάση.
Παρόλες τις διαμαρτυρίες μας, δεν μας άφησαν ελεύθερους, αλλά μας πήγαν στο σπίτι μας. Το σπίτι ήταν ανέκατο, τα μεγάλα έπιπλα ήταν ακόμη εκεί, αλλά τα φαγώσιμα είχαν κλαπεί. Όταν βράδυασε κτύπησε η πόρτα. Εκεί στεκόταν ο αξιωματικός με τον διερμηνέα και τον άντρα μου που όταν δεν γυρίσαμε, ήρθε να δει τι γίνεται. Οταν τον είδα, έτρεξα και τον αγκάλιασα κλαίγοντας.
« Μου είπες ότι πήγε να σβήσει τις φωτιές», μου είπε με δυσαρέσκεια ο Τούρκος αξιωματικός.
Τα μόνα φαγώσιμα που απέμειναν στο σπίτι ήταν λίγα γλυκά του κουταλιού, λίγες πατάτες στην παράγκα των ζώων που προορίζονταν για τα ζώα, ένα τενεκεδάκι βούτυρο και ένα μικρο μπουκαλάκι λάδι που είχα κρυμμένο για ώρα ανάγκης.
Νύκτωσε πλέον για τα καλά οταν κτύπησε και πάλι η πόρτα. Και πάλι ο αξιωματικός με τον διερμηνέα και αυτή την φορά δύο Τούρκοι στρατιώτες κρατούσαν ένα μεγάλο σακί αλεύρι. Όταν έκλεισε η πόρτα και συνηδειτοποιήσαμε την σοβαρότητα της κατάστασης, είμαστε απαρηγόρητοι. Ενα μεγάλο σακί αλεύρι, 80 κιλών. Πόσο καιρό σκόπευαν να μας κρατήσουν αιχμάλωτους. Το κλάμα δεν άργησε να μας επισκεφτεί.
Το άλλο πρωί, το έσκασα από το σπίτι μας και πήγα στα γειτονικά σπίτια γυρεύοντας φαγητό. Βρήκα μόνο λίγο αλάτι. Έφτιαξα ψωμιά και φιλέψαμε τους στρατιώτες. Ο αντρας μου αντάλλαζε λίγες λέξεις μαζί τους πότε στα γαλλικά, στα αγγλικά και στα τούρκικα. Μας είπαν ότι έπρεπε να μένουμε περιορισμένοι στο σπίτι μας γιατί αν πάθουμε κάτι έξω από το σπίτι, δεν φέρουν ευθύνη. Εγώ όμως πνιγόμουν μέσα στο σπίτι και έβγαινα έστω και λίγα βήματα έξω στο δρόμο.
Μου είπαν να γράψω γράμμα στα παιδιά μου και θα το στείλουν με τα Ηνωμένα Έθνη. Ένοιωσα μεγάλη ανακούφιση πιστεύοντας ότι τα παιδιά μου επιτέλους θα μάθαιναν ότι ζούμε να μην ανησυχούν. Το γράμμα όμως αυτό, ποτέ δεν έφτασε στα παιδιά μου.
Μια μέρα καθώς καθόμασταν έξω στον δρόμο σταμάτησε ένα αυτοκίνητο με δύο τουρκοκύπριους από το διπλανό χωριό. Δεν τους γνωρίζαμε προσωπικά αλλά είχαμε ακουστά τα ονόματά τους. Ο άντρας μου τους εξήγησε ότι μας κρατούσαν αιχμαλώτους και δεν μας άφηναν να γυρίσουμε στα παιδιά μας. Εγώ προσπαθούσα να τους μιλήσω αλλά πνιγόμουν στο κλάμα. Ο ένας από τους δύο μου είπε
«Μην κλαις, θα κάνω ό,τι μπορώ για να πάτε πίσω στα παιδιά σας. Σου υπόσχομαι ότι θα ξαναδείς τα παιδιά σου»
«Αν μου κάνεις τέτοιο καλό», του είπα, εγώ ποτέ δεν θα μπορέσω να σου το ανταποδώσω. Θα’ ρθει όμως καλό στο σπίτι σου και το καλό θάναι από τον θεό».
Ο άντρας μου έκανε πολλές επικίνδυνες εξόδους προσπαθώντας να καλυτερέψει τη θέση μας. Περάσαμε πολλές λαχτάρες έντεκα ημέρες εγκλωβισμένοι. Κάθε μέρα τρώγαμε ψωμί και λίγες απο τις πατάτες που προορίζονταν για τα ζώα μας. Με το λάδι ανάβαμε το καντήλι της Παναγιάς κάθε βράδυ. Ο πεθερός μου ποτέ δεν παραπονέθηκε. Νήστευε κάθε Τετάρτη και Παρασκευή και έτρωγε μόνο φρούτα από τον κήπο μας.
Οταν άναψα το καντήλι της Παναγιάς με το τελευταίο λάδι από το μπουκαλάκι, προσευχήθηκα με όλη την δύναμη της ψυχής μου. Ποτέ άλλοτε δεν είχα την δύναμη να κάνω μια τέτοια προσευχή. Ένοιωσα σαν η γη και ο ουρανός να έσμιξαν για μια στιγμή και το κορμί μου γέμισε αγαλλίαση και ελπίδα. Πήρα την κτένα και άρχισα να κτενίζω τα μαλλιά μου για πρώτη φορά μετά απο τόσες μέρες. Είχε πλέον δειλινιάσει και καθήσαμε έξω στην αυλή. Δεν πέρασε πολλή ώρα και ο ένας από τους δύο Τουρκοκύπριους που μας είχε υποσχεθει ότι θα μας βοηθήσει, ήρθε με το αυτοκίνητο του. Μας είπε να πάρουμε ό,τι μπορούσαμε να κρατούμε στα χέρια μας. Μου είπε να κλειδώσω το σπίτι μας και να πάρω το κλειδί μαζί μου.
Μας οδήγησε με το αυτοκίνητό του περίπου δύο χιλιόμετρα, αλλά μετά έπρεπε να συνεχίσουμε μόνοι μας περπατητοί γιατί δεν ήξερε πόσο μακρυά ήταν τα ελληνικά στρατεύματα. Νοιώθω απέραντη ευγνωμοσύνη στους δύο Τουρκοκύπριους που μεσολάβησαν για να μας επιτραπεί να φύγουμε. Τους χρωστούμε τις ζωές μας και αυτό δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ.
Είχαμε πλέον φτερά στα πόδια μας. Πορευτήκαμε εκεί που είχαμε αφήσει το αυτοκίνητό μας και με απογοήτευση είδαμε ότι δεν ήταν εκεί. Αυτό που δεν ξέραμε, ήταν ότι ένας κουμπάρος μας βρήκε το αυτοκίνητο εγαταλελειμένο και το πήγε στα παιδιά μας.
Έπρεπε τώρα να περπατήσουμε 16 – 17 χιλιόμετρα για να φτάσουμε εκεί που αφήσαμε τα παιδια μας και υπολογίσαμε ότι μέχρι τα μεσάνυκτα ίσως να φτάναμε εκεί.
Σε λίγο είδαμε απο μακρυά στρατό.
«Παναγιά μου» ψιθύρισε ο πεθερός μου, «πέσαμε πάλι πάνω στους Τούρκους». Παγώσαμε. Σταθήκαμε εκεί πανικόβλητοι, μέχρι που γνώριμες λέξεις έφτασαν στα αυτιά μας.
«Είναι δικά μας παιδιά» φώναξα πλημμυρισμένη χαρά και κουνούσα τα χέρια μου στους στρατιώτες.
Δύο τρία παιδιά έτρεξαν στο μέρος μας. Ας είναι καλά, μας διοργάνωσαν αυτοκίνητο που μας πήγε στο χωριό πριν ακόμη δύσει ο ήλιος.
Όταν μας είδαν στην πλατεία του χωριού, οι χωρικοί δεν πίστευαν στα μάτια τους. Μας είχαν όλοι για πεθαμένους.
Η κουνιάδα μου με την οικογένεια της πρόσεχε τα παιδιά και τα προστάτευε από τα μαύρα σενάρια που έπλαθαν οι χωρικοί για την τύχη μας. Ενα κορίτσι έτρεξε να πάει το μήνυμα στα παιδιά μας.
Τα βρήκε στην παράγκα που έμενε η πεθερά μου η αποία είχε και αυτή χάσει το σπίτι της.
« Θειά Παναγιωτού, το μαντήλι» φώναξε ενθουσιασμένη « Θα μου κάνεις το μαντήλι. Σου φέρνω τα καλύτερα νέα». Η γιαγια έκανε το μαντήλι και κεντημένο, και το κορίτσι το κράτησε ενθύμιο, μιάς απο τις λίγες ευτυχισμένες στιγμές εκείνο τον μαύρο καλοκαίρι.
Εκει στην πλατεία του χωριού παρών όλων των χωρικών έγινε η αντάμωση με τα παιδιά και την οικογένεια μας. Περιμέναμε εκεί σαν τρία φαντάσματα, ο άντρας μου και ο πεθερός μου αξίριστοι και όλοι μας ατημέλητοι κρατώντας το βιολί της κόρης μου και ότι μπορούσαμε να κρατούμε στα χέρια μας. Δεν έχω λόγια ούτε πρόκειται να περιγράψω τη σκηνή που την περίμενα με τόση λακτάρα. Ηταν μιά από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου.
Περιμέναμε ότι η κατάσταση θα ήταν προσωρινή και θα γυρίζαμε στα σπιτια μας. Ο χρόνος περνούσε και οι Τούρκοι δεν φεύγανε. Βρήκαμε μια καμαρούλα σε ένα γειτονικό χωριό, και πήγαμε εκεί προσωρινά μέχρι να φύγουν οι Τούρκοι. Στο διπλανό σπίτι έμενε η κυρά Μαγδαληνή. Ο γιός της ο Χριστάκης ο λεβέντης της που είχε μια νέα όμορφη γυναίκα και μια κορούλα δύο χρονών, δεν γύρισε όταν τέλειωσε ο πόλεμος. Η κυρά Μαγδαληνή φορούσε μαύρα. Την συνόδευα σε εκκλησιές και μοναστήρια για παρακλήσεις, για να ανάψουμε το κερί της Παναγιάς, για τάματα. Την συνόδευα σε μάγισσες που φημίζονταν ότι ήξεραν την τύχη των αγνοουμένων. Την συνόδευα όπου άκουε ότι κάποιος είχε την παραμικρή πληροφορία. Έτρεχε με μια κρυφή ελπίδα. Ο Χριστάκης όμως, δεν γυρνούσε. Η μάνα, η γυναίκα και η κόρη του αγνοούμενου. Η εικόνα αυτή έμεινε χαραγμένη μες την ψυχή μου. Η εικόνα της τραγωδίας του 74. Η κυρα Μαγδαληνή και ο σύζυγος της, τα καλά αυτά πλάσματα έφυγαν από την ζωή με το μαράζι του Χριστάκη που ακόμα δεν γύρισε.
Μετά απο πολλές κακουχίες που χρειάζονται πολλές σελίδες να εξιστοριστούν, φτάνουμε στον Αύγουστο του 1976. Οι Τούρκοι ακόμη δεν φύγανε και εμείς είχαμε ένα καινούριο όνομα – πρόσφυγες. Ο τραγικός δρόμος της προσφυγιάς μας έφερε μετανάστες στην Αυστραλία – προσωρινά μέχρι να φύγουν οι Τούρκοι. Ηρθαμε εδω με πρόσωπα αγαπημένα. Με τα ίδια πρόσωπα που είμαστε κάτω από το δέντρο του δάσους όταν βομβάρδιζαν ανελέητα τα Τούρκικα αεροπλάνα.
Πέρασαν 45 χρόνια και ακόμη ονειρευόμαστε τον γυρισμό. Έφερα μαζί μου το κλειδί του σπιτιού μας με όλες τις ελπιδες μας, ότι μια μέρα, θα ξαναγυρίσουμε, θα ανοιξουμε την πόρτα και όλα θα είναι όπως πριν. Μέχρι τότε, κάθε Ιούλιο θα περπατώ για την Κύπρο, για τα παιδιά που χάθηκαν, για το άδικο. Θα περπατώ όσο σέρνω τα πόδια μου και θα προσεύχομαι να με αξώσει ο Θεός και η Μεγαλόχαρη, να δω το νησί μου ελεύθερο πριν φύγω πια γιά το μεγάλο ταξίδι.
Λαμπρινή Λάμπρου Κρίστοφερ –
Από το ημερολόγιο της μαμάς μου Σταυρούλλας Λάμπρου