Ο Κύπριος πρόεδρος υπήρξε εμβληματική μορφή του σύγχρονου ελληνισμού και εκφραστής μακραίωνης παράδοσης
Στις 3 Αυγούστου 1977 σημειώθηκε μια ανυπολόγιστης έκτασης απώλεια για τον ελληνισμό: ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, απεβίωσε έπειτα από καρδιακή προσβολή. Η κοίμησή του συνέβη σε μια εξαιρετικά κρίσιμη στιγμή, όταν συζητείτο η πιθανή επίλυση του Κυπριακού στη βάση της συμφωνίας που είχε, λίγο πριν, συνάψει με τον Ραούφ Ντενκτάς. Η επίτευξη των αναγκαίων επώδυνων συμβιβασμών έγινε πολύ πιο δύσκολη χωρίς την παρουσία του αδιαμφισβήτητου ηγέτη της ελληνικής κυπριακής κοινότητας. Επιπλέον, η Κυπριακή Δημοκρατία, χάνοντας τον άνθρωπο που την είχε οδηγήσει στην ανεξαρτησία και την είχε κυβερνήσει από το 1960, καλείτο έξαφνα να υπερβεί τη διακυβέρνηση από έναν εθνικό ηγέτη και να περάσει σε άλλο, πολύ περισσότερο απαιτητικό επίπεδο θεσμικής και πολιτικής οργάνωσης. Πράγματι, δεν έχει επαρκώς τονιστεί στη βιβλιογραφία και στη δημόσια συζήτηση πόσο μεγάλο ήταν το επίτευγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, που κατάφερε, υπό το βάρος τέτοιας απώλειας και του τρομακτικού πλήγματος της εισβολής και της κατοχής, να συγκροτήσει ένα πλήρως λειτουργικό πολιτικό σύστημα, μια υποδειγματική δυτική δημοκρατία, ικανή να προσχωρήσει, αργότερα, στην Ε.Ε.
Ο τελευταίος εθνάρχης της ελληνικής Ιστορίας
Εκλεγμένος με τη λαϊκή ψήφο στον αρχιεπισκοπικό θρόνο το 1950, ο Μακάριος Γ΄ ήταν ο τελευταίος εθνάρχης (με την πρωτογενή, πολιτικοθρησκευτική έννοια του όρου) της ελληνικής ιστορίας: ως εκ τούτου, δεν ήταν μόνον θρησκευτικός, αλλά και πολιτικός ηγέτης της κοινότητάς του, ο εγγυητής της ελληνικής παράδοσης και ταυτότητας της νήσου. Ανέλαβε με μεγάλη ορμή τον ενωτικό αγώνα. Κορυφαίος μελετητής της βρετανικής αποικιακής πολιτικής, ο Ρόμπερτ Χόλαντ, σε δημοσίευμά του με τίτλο «The cult of Makarios», αναφέρεται στο δέος που προκαλούσε, το 1950-60, στους Βρετανούς αντιπάλους του ο αρχιεπίσκοπος, ως εκφραστής μιας παράδοσης χιλίων πεντακοσίων ετών. Οι μεγάλες του πνευματικές δυνάμεις τονίζονταν από αυτή την παράδοση της οποίας ήταν μέτοχος και εκφραστής, και η οποία συνόδευε την ήρεμη, μειλίχια και απίθανα πεισματική στάση του στο εθνικό θέμα.
Η εθναρχική λειτουργία καθόριζε πάντοτε τη στάση του. Συνεπαγόταν ότι δεν ήταν ένας συμβατικός πολιτικός ηγέτης: ως εθνάρχης Κύπρου, όφειλε να αναζητεί τις ευρύτερες δυνατές συγκλίσεις και να εκφράζει το σύνολο του λαού του. Αυτό όμως ήταν αδύνατον για έναν ηγέτη ο οποίος οφείλει να λάβει δύσκολες αποφάσεις που συνεπάγονται ρήξεις, συχνά επώδυνες. Με άλλα λόγια, η εθναρχική του ιδιότητα, που του εξασφάλιζε την τεράστιας έκτασης λαϊκή αποδοχή και του επέτρεπε να αναλάβει τη δεκαετία του 1950 έναν αγώνα ταυτόχρονα αλυτρωτικό και αντιαποικιακό με τόσο θαυμαστό τρόπο, έθετε τούτο το όριο: την αδυναμία του να αποδεχθεί δύσκολους συμβιβασμούς –από την ώρα των διαπραγματεύσεών του με τον κυβερνήτη Χάρντινγκ το 1956, έως και μετά την ανεξαρτησία– επειδή ακριβώς θα επέφεραν ρήξεις με ένα τμήμα του λαού του. Αυτό διαφάνηκε πρωτίστως την ώρα της σύναψης των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου, τις οποίες αποδέχθηκε (και τις βασικές κατευθύνσεις των οποίων καθόρισε με τις οδηγίες του), αλλά οι οποίες ενσωμάτωναν μια τόσο δύσκολη επιλογή όπως την αποκήρυξη της Ενωσης στο διηνεκές: «έπρεπε» να φανεί ότι επιβάλλονταν σε αυτόν, και αυτό προσπάθησε (και κατάφερε) να προβάλει. Και όμως, ας μη λησμονείται ότι δέχτηκε, για την αποδοχή τους, τρομερές κατηγορίες για «επιορκία».
Ως εθνάρχης Κύπρου, ο Μακάριος συγκρούστηκε με όλες τις ελλαδικές κυβερνήσεις με τις οποίες συνεργάστηκε – εύστοχα, έχει επισημανθεί ότι συγκρούστηκε ακόμη και με τις υπηρεσιακές! Πάντως, είχε πάντοτε καλύτερες επαφές, και εμπιστευόταν περισσότερο, τις κυβερνήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή, οι οποίες σέβονταν την αυτονομία της Λευκωσίας ως κέντρου αποφάσεων. Αντίθετα, οι σχέσεις του με τις κεντρώες κυβερνήσεις είτε το 1950-52 είτε (ιδίως) το 1963-66, ήταν κακές, επειδή ακριβώς αυτές ακολουθούσαν το δόγμα του «εθνικού κέντρου» και ήταν πρόθυμες να καταπατήσουν την αυτονομία της Λευκωσίας. Οι κεντρώοι ηγέτες ειδικά το 1964-65 είχαν καλύτερες σχέσεις με τον μεγάλο αντίπαλό του, τον Γεώργιο Γρίβα, τον οποίο άλλωστε ο Γεώργιος Παπανδρέου όρισε, το 1964, ως ανώτατο στρατιωτικό διοικητή Κύπρου προξενώντας (όχι άδικα) μεγάλη ανασφάλεια στον αρχιεπίσκοπο.
Δεν ήταν τμήμα της εθναρχικής του λειτουργίας, αλλά δεν πρέπει να λησμονείται ότι, το 1967-74, ο Μακάριος επιτέλεσε και έναν άλλον ρόλο, ως ο μόνος πλέον εκλεγμένος ηγέτης του ελληνισμού, που αντιπαραβαλλόταν στην ταπεινωτική χούντα των Αθηνών. Ισως εκείνη ήταν η καλύτερή του ώρα, καθώς εξέφρασε μια πανεθνική αξίωση για δημοκρατία. Αυτός άλλωστε ήταν ένας από τους παράγοντες που ώθησαν τον Ιωαννίδη στην απόφαση να επιχειρήσει το καταστροφικό πραξικόπημα εναντίον του, το 1974.
Επικίνδυνοι ελιγμοί στη διεθνή σκακιέρα
Ως ηγέτης του ενωτικού αγώνα, ο Μακάριος υπήρξε ο Ελληνας ηγέτης που πρωτοείπε ότι ανήκουμε –ή έστω ότι η Κύπρος ανήκει– στη Δύση, κατά τη διάρκεια συνέντευξής του στο Λονδίνο, τον Φεβρουάριο του 1953. Ωστόσο, η μετέπειτα πορεία του, από τη συμμετοχή του στην «αφροασιατική» διάσκεψη του Μπαντούγκ το 1955 έως την ένταξη της Κύπρου στους Αδεσμεύτους το 1961, ήταν διαφορετική. Εδώ βρισκόταν, πιθανότατα, ένα έλλειμμα της πολιτικής του, το οποίο συνήθως εμφανίζεται στη στάση των πολύ ευφυών ανθρώπων. Ο Μακάριος είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στις πνευματικές δυνατότητές του και πίστευε ότι για τούτο μπορούσε να ασκεί μια πολιτική ελιγμών μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων – μια πολιτική που κατέληγε, τελικά, σε κρημνοβασία. Αλλά η ευφυΐα του, οσοδήποτε ισχυρή, δεν μπορούσε, όπως φάνηκε, να αντισταθμίσει τους τεράστιους κινδύνους που διέτρεχε η μικρή χώρα του στην πιο ταραγμένη περιοχή της υφηλίου. Ιδίως όταν αυτή η ευφυΐα του δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτή από τη βλακεία του Ιωαννίδη.
Τούτο το χαρακτηριστικό του συνδέεται με το μεγαλύτερο λάθος που διέπραξε κατά τη μακρά πορεία του, δηλαδή την ένταξη της Κύπρου στους Αδεσμεύτους. Η κυβέρνηση Καραμανλή τον είχε ένθερμα ενθαρρύνει να εντάξει την Κύπρο στη Δύση: στο ΝΑΤΟ, αλλά εάν αυτό ήταν δύσκολο, στην ανερχόμενη τότε ΕΟΚ. Ο Μακάριος δεν ακολούθησε αυτή τη συμβουλή, θεωρώντας ότι η ένταξη στους Αδεσμεύτους αύξανε το διαπραγματευτικό του περιθώριο με τους «μεγάλους». Ωστόσο, η Κύπρος δεν μπορούσε να είναι ασφαλής εντασσόμενη στη θεσμική συγκρότηση του Τρίτου Κόσμου. Μια τουρκική εισβολή σε κράτος-μέλος της Δύσης ήταν αδιανόητη. Οχι όμως μια εισβολή σε μέλος των Αδεσμεύτων.
Πάντως, υπήρξε ο πιο προβεβλημένος διεθνώς ηγέτης του ελληνισμού της νεότερης και σύγχρονης εποχής. Κανείς –από τον Καποδίστρια έως τον Βενιζέλο και τον Καραμανλή– δεν απόλαυσε την έκταση της φήμης του Μακαρίου, τη διαρκή παρουσία του όχι μόνον στις επιστημονικές συζητήσεις αλλά και στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, και την επιβίωση της μνήμης του στον απλό άνθρωπο. Ο Μακάριος απεικονίστηκε στο μουσείο κέρινων ομοιωμάτων της Μαντάμ Τισό – ακριβώς επειδή διέθετε μια αναγνωρισιμότητα στον μέσο Ευρωπαίο ή Αμερικανό, την οποία ουδείς άλλος Ελληνας πολιτικός διέθετε. Αλλο ενδεικτικό παράδειγμα, η αναφορά του, μαζί με τους μεγάλους αντιαποικιακούς ηγέτες, στη σατιρική σειρά του BBC «Μάλιστα κύριε υπουργέ», το έτος 1981, δηλαδή τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του και 25 μετά την εκτόπισή του: «The letters “JB” are the most outstanding honour in the Commonwealth. They stand for Jailed by the British. Gandhi, Nkrumah, Makarios, Ben Gurion, Kenyatta, Nehru, Mugabe. The list of world leaders is endless». Ηταν, βέβαια, όλοι ηγέτες χωρών του Τρίτου Κόσμου…
Ηγέτης με ανεπανάληπτη ιστορική εικόνα
Ο εθνάρχης Μακάριος δεν είναι πλέον το είδος του ηγέτη που απαιτείται για τον ελληνισμό του 21ου αιώνα, ελλαδικό ή κυπριακό. Οι εθνάρχες ήταν ηγέτες ενός ασύντακτου έθνους –ενός λαού που βρίσκεται σε μεταίχμια–, ενώ ο ελληνισμός σήμερα αποτελεί τμήμα του δυτικού κόσμου και είναι θεσμικά συγκροτημένος. Η ιστορική εικόνα του Μακαρίου, όμως, παραμένει ανεπανάληπτη. Η αύρα που τον περιέβαλλε υπερβαίνει τους επιμέρους χειρισμούς του και οφείλεται σε ένα συνδυασμό παραγόντων. Πρώτον, το γεγονός ότι εξέφραζε μια παράδοση αιώνων, παράδοση πνευματική και πολιτική, πολύ παλαιότερη από τις κρατικές παραδόσεις των διεθνών συνομιλητών του. Ειδικά εκείνη την εποχή, όταν οι ευρωπαϊκές/δυτικές ελίτ διέθεταν ακόμη παιδεία με ισχυρό κλασικό υπόβαθρο, ήταν αδιανόητο να επιδείξουν αλαζονεία απέναντι σε μια υπογραφή από κιννάβαρι που δόθηκε ως δικαίωμα στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου στα τέλη του 5ου αι. Δεύτερον, προσμετρούσε το γεγονός ότι, αν και άνθρωπος της Εκκλησίας και γενικά εκφραστής συντηρητικών πολιτικών τάσεων (ήταν άλλωστε γνωστός ο φιλομοναρχισμός του), εκπροσώπησε στο διεθνές πεδίο μια επανάσταση (το 1955-59) και κατόπιν το Κίνημα των Αδεσμεύτων, δηλαδή το διάβημα των φτωχών της Γης που επιζητούσαν την ανακατανομή των πόρων του πλανήτη. Τρίτον, εντυπωσίαζε ευρύτερα η τεράστια προσωπική ικανότητά του, βασισμένη πάντοτε στην επίγνωση του ιστορικού βάθους της παράδοσης που εκπροσωπούσε το αξίωμά του. Αυτά τα στοιχεία τον καθιστούσαν μια προσωπικότητα γοητευτική, ένα φαινόμενο ανεπανάληπτο στη διεθνή ζωή.
* Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, γενικός γραμματέας του Ιδρύματος της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία.
Πηγή: Η Καθημερινή