Ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αντέδρασε στο ξεκίνημα της αποσυναρμολόγησης του αμερικανικού πυρηνικού οπλοστασίου στο έδαφός του ανακοινώνοντας την πρόθεση της Τουρκίας να το αντικαταστήσει η ίδια. Είναι ταυτόχρονα θεμιτό ενώπιο της πυρηνικής απειλής του Ισραήλ, και ένα βήμα προς τη χειρότερη κατεύθυνση.
« Ορισμένες χώρες έχουν πυρηνικούς πυραύλους, αλλά η Δύση δεν θέλει, εμείς να τους έχουμε. Αυτό είναι απαράδεκτο »:
αυτή η δήλωση του προέδρου Ερντογάν αποκαλύπτει ότι η κρίση ξεπερνά εκείνη που άνοιξε η τουρκική επίθεση στη Συρία.
Στην Τουρκία, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι ΗΠΑ εξάπλωσαν πυρηνικά όπλα κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Το 1962, στις συμφωνίες με την ΕΣΣΔ για την επίλυση της κρίσης των πυραύλων στην Κούβα, ο πρόεδρος Κένεντι υποσχέθηκε να αποσύρει αυτά τα όπλα από την Τουρκία, αλλά αυτό δεν έγινε.
Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, περίπου 50 αμερικανικές πυρηνικές βόμβες B61 (οι ίδιες με εκείνες που αποθηκεύονται στην Ιταλία στις βάσεις του Αβιάνου και της Ghedi) παρέμειναν στην Τουρκία στην αεροπορική βάση Ινσιρλίκ, κυρίως κατά της Ρωσίας. Με τον τρόπο αυτό, τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Τουρκία παραβιάζουν τη Συνθήκη Μη Διάδοσης. Τούρκοι πιλότοι, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, εκπαιδεύονται (όπως οι Ιταλοί πιλότοι της βάσης Ghedi) να επιτεθούν με πυρηνικές βόμβες Β61 υπό αμερικανική διοίκηση. Σύντομα, οι Β61 θα πρέπει να αντικατασταθούν στην Τουρκία από τις ίδιες τις Η.Π.Α. (όπως θα γίνει στην Ιταλία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες) από τις νέες πυρηνικές βόμβες Β61-12, που και αυτές κατευθύνονται κυρίως προς τη Ρωσία.
Εν τω μεταξύ, μετά την τουρκική αγορά ρωσικών αντιπυραυλικών S-400, οι ΗΠΑ απέσυραν την Τουρκία από το πρόγραμμα F-35, κύριο φορέα των Β61-12: το μαχητικό αεροπλάνο το οποίο η Τουρκία έπρεπε να αγοράσει 100 αντίτυπα και του οποίου ήταν συμπαραγωγός. « Το F-35 – δήλωσε ο Λευκός Οίκος – δεν μπορεί να συνυπάρχει με το αντι-αεροπορικό σύστημα S-400, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να μάθει κανείς τις ικανότητες του μαχητικού αεροπλάνου», δηλαδή μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τη Ρωσία για να ενισχύσει την άμυνα της κατά του F-35.
Παρέχοντας στην Άγκυρα τους αντιαεροπορικούς πύραυλους S-400, η Μόσχα κατάφερε να αποτρέψει (τουλάχιστον για τώρα) την ανάπτυξη 100 μαχητών F-35 στο τουρκικό έδαφος, έτοιμων για επίθεση με τις νέες πυρηνικές βόμβες B61-12 των ΗΠΑ.
Φαίνεται πιθανό σε αυτό το σημείο ότι, μεταξύ των επιλογών που εξετάζονται στην Ουάσιγκτον, υπάρχει αυτή της μεταφοράς αμερικανικών πυρηνικών όπλων από την Τουρκία σε άλλη πιο αξιόπιστη χώρα.
Σύμφωνα με το Δελτίο των Ατομικών Επιστημόνων (ΗΠΑ), αναγνωρισμένη αναφορά στο θέμα αυτό, «η αεροπορική βάση του Αβιάνο μπορεί να είναι η καλύτερη ευρωπαϊκή επιλογή από πολιτική άποψη, αλλά δεν διαθέτει πιθανώς αρκετό χώρο για να δεχθεί όλα τα πυρηνικά όπλα του Ινσιρλίκ». Ωστόσο, μπορεί να βρεθεί χώρος, δεδομένου ότι στο Αβιάνο έχουν ήδη ξεκινήσει εργασίες αναδιάρθρωσης για να λάβουν τις πυρηνικές βόμβες Β61-12.
Σε αυτό το πλαίσιο τοποθετείται η δήλωση του Ερντογάν, ο οποίος, βασιζόμενος επίσης στην απειλητική παρουσία του πυρηνικού οπλοστασίου του Ισραήλ, ανακοινώνει την πρόθεση της Τουρκίας να αποκτήσει τα δικά της πυρηνικά όπλα. Σχέδιο όχι εύκολο, αλλά όχι ανέφικτο. Η Τουρκία έχει αναπτύξει στρατιωτικές τεχνολογίες, που δόθηκαν κυρίως από ιταλικές εταιρείες, ειδικά τη Leonardo.
Διαθέτει κοιτάσματα ουρανίου. Έχει εμπειρία στον τομέα των ερευνητικών αντιδραστήρων, που παρέχεται κυρίως από τις ΗΠΑ. Ξεκίνησε την υλοποίηση της δικής της βιομηχανίας πυρηνικής ενέργειας, αγοράζοντας μερικούς πυρηνικούς αντιδραστήρες από τη Ρωσία, την Ιαπωνία, τη Γαλλία και την Κίνα. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, η Τουρκία μπορεί να έχει ήδη αποκτήσει στην “πυρηνική μαύρη αγορά” φυγοκεντρωτές για εμπλουτισμό ουρανίου.
Η ανακοίνωση του Ερντογάν ότι η Τουρκία θέλει να γίνει πυρηνική δύναμη, που ερμηνεύεται από ορισμένους ως ένα απλό παιχνίδι εκβιασμού για να κερδίσει περισσότερο βάρος στο ΝΑΤΟ, δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Ανακαλύπτει αυτό που συνήθως κρύβεται στη μιντιατική συζήτηση: το γεγονός ότι, στην ταραγμένη κατάσταση που προκαλείται από τις πολιτικές πολέμου, ένας ολοένα και πιο σημαντικός ρόλος διαδραματίζεται από τη κατοχή πυρηνικών όπλων, πιέζοντας όσους δεν τα έχουν να τα προμηθευτεί.