Επαληθεύονται όσοι χαρακτήριζαν την Συμφωνία των Πρεσπών ως «επαίσχυντη»!
Η ταυτόχρονη διατάραξη του κλίματος στις διμερείς σχέσεις με Αλβανία, Σκόπια και Τουρκία δεν πρέπει να αιφνιδιάζει κανέναν. Πρόκειται για μια προβλέψιμη εξέλιξη στον διαχρονικό κύκλο κρίσεων, δηλαδή της δημιουργίας τους, της αποκλιμάκωσής τους και επανεμφάνισής τους.
Οι προκλήσεις Ερντογάν με τη Μονή της Χώρας και τα θαλάσσια πάρκα, πριν από την πρόσφατη επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Άγκυρα, η «πονηρή» συγκέντρωση του Ράμα στην Αθήνα και η νίκη των εθνικιστών του VMRO στα Σκόπια αποδεικνύουν για μία ακόμη φορά ότι δεν πρόκειται ποτέ να «ησυχάσουμε», όπως ονειρεύονται ορισμένοι λόγω άγνοιας, αφέλειας ή μικροπολιτικής σκοπιμότητας. Οι προαναφερθείσες «φρεσκότατες προκλήσεις» αποτελούν για όλους μια σκληρή αλλά και χρήσιμη προσγείωση στην πραγματικότητα.
Η νέα πρόεδρος του εθνικιστικού VMRO, Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα, στην ορκωμοσία της έπραξε ακριβώς αυτό που διακήρυττε πάντα, αποκαλώντας τη χώρα της «Μακεδονία», παραβιάζοντας ακριβώς τον βασικότερο όρο -αλλά και την ουσία – της Συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών.
Πρόκειται για την μεγαλύτερη εθνική ήττα των τελευταίων δεκαετιών. Και αναδεικνύεται από την εξέλιξη αυτή, η παντελής έλλειψη πολιτικής διορατικότητας του Αλέξη Τσίπρα ο οποίος πήγε στο χωριό Ψαράδες για να συνομολογήσει με τον Ζόραν Ζάεφ την Συμφωνία που η πλειοψηφία των απανταχού Ελλήνων χαρακτήριζε «επαίσχυντη».
Πολλοί ισχυρίζονται ότι εξίσου απαράδεκτη είναι η στάση της σημερινής Κυβέρνησης η οποία αποδέχθηκε την ισχύ της συμφωνίας υποστηρίζοντας ότι τα κράτος «έχει συνέχεια» και ανέχεται για πολλά χρόνια τώρα τις συνεχείς παραβιάσεις της από τους Σκοπιανούς, οι οποίοι σε πλείστες περιπτώσεις έχουν καταργήσει τον γεωγραφικό προσδιορισμό «Βόρεια» και ονομάζουν την χώρα τους «Μακεδονία».
Βεβαίως, η πρόσφατη ωμή παραβίαση της Συμφωνίας από την νέα πρόεδρο των Σκοπίων ανάγκασε την ελληνική πλευρά να αντιδράσει.
Η ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών αφήνει ξεκάθαρα ανοιχτό το βέτο της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή προοπτική του μορφώματος των Σκοπίων τονίζοντας ότι «…η περαιτέρω πρόοδος στις διμερείς σχέσεις της με τη Βόρεια Μακεδονία καθώς και η ευρωπαϊκή πορεία της τελευταίας εξαρτώνται από την πλήρη εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών και κυρίως από τη χρήση της συνταγματικής ονομασίας της χώρας».
Υπό το φως των νέων εξελίξεων μένει να δούμε αν η Ελλάδα αξιοποιήσει το δικαίωμα του βέτο, διότι μέχρι στιγμής η Βουλγαρία έχει αποδειχθεί πολύ πιο αποφασιστική.
Ωστόσο, όπως έχει σημειώσει στο βιβλίο «Η Συμφωνία των Πρεσπών και το Μακεδονικό» ο καθηγητής κ. Άγγελος Συρίγος, «Τυχόν καταγγελία της Συμφωνίας δεν απαλλάσσει την Ελλάδα από την αναγνώριση της «μακεδονικής γλώσσας» αλλά και της «μακεδονικής» ιθαγένειας στους πολίτες του γειτονικού της Ελλάδας κράτους. «Τα δύο κράτη θα εξακολουθούν να δεσμεύονται από τις συγκεκριμένες διατάξεις, όπως και από το άρθρο 7 της Συμφωνίας. Μοναδική δυνατότητα είναι να εντοπίσει η Ελλάδα ότι υπάρχει ουσιώδης παραβίαση της Συνθήκης των Πρεσπών και βάσει αυτής να ζητήσει τη λήξη της».
Τα βασικά λάθη όσων προτείνουν εθνικούς συμβιβασμούς είναι ότι εξακολουθούν να βλέπουν τα εθνικά προβλήματα ως «στιγμιαία υπόθεση», αποκομμένα από την ιστορική τους κλιμάκωση και κυρίως να υποεκτιμούν τη μελλοντική τους εξέλιξη.