Μηνύματα προς τις γειτονικές χώρες, να σεβαστούν το Διεθνές κι Ευρωπαϊκό Δίκαιο και τις Συνθήκες, έστειλε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, κατά την αντιφώνησή του στο επίσημο γεύμα που παρέθεσε προς τιμήν του ο δήμαρχος της Κόνιτσας, Ανδρέας Παπασπύρου, για την επέτειο απελευθέρωσής της (24η Φεβρουαρίου 1913).
Ο κ. Παυλόπουλος τόνισε ότι «από την ιστορική Κόνιτσα στέλνουμε προς κάθε κατεύθυνση, κυρίως δε προς τους γείτονές μας, τ’ ακόλουθα μηνύματα ως προς τα εθνικά μας θέματα – άρα τα εθνικά μας Δίκαια- με την πρόσθετη διευκρίνιση ότι η υπεράσπισή τους θεμελιώνεται, με αδιάσειστα τεκμήρια, όχι μόνον στο Διεθνές, αλλά και στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο, αφού είναι, προφανώς, και Ευρωπαϊκά θέματα».
Για το Κυπριακό είπε ότι αποτελεί διεθνές και, κυρίως, ευρωπαϊκό ζήτημα, για το οποίο «επιδιώκουμε, το συντομότερο δυνατό, τη δίκαιη και βιώσιμη λύση του. Όμως, η Κυπριακή Δημοκρατία, ως πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είναι νοητή με περιορισμένη κυριαρχία, την οποία συνεπάγονται στρατεύματα κατοχής και αναχρονιστικές εγγυήσεις τρίτων. Τούτο, είναι αντίθετο προς κάθε έννοια Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου», σημείωσε ο κ. Παυλόπουλος.
Ως προς τις Eλληνοτουρκικές σχέσεις, υπογράμμισε ότι «επιδιώκουμε σχέσεις φιλίας και καλής γειτονίας και ευνοούμε την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Αυτό, όμως, προϋποθέτει, εκ μέρους της Τουρκίας, ειλικρινή σεβασμό του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, καθώς και του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, αναπόσπαστο μέρος του οποίου είναι και το πρόγραμμα “NATURA 2000”. Άρα, και οι διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάνης και της Συνθήκης των Παρισίων του 1947, οι οποίες είναι απολύτως σαφείς και πλήρεις και δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για γκρίζες ζώνες, πρέπει να γίνονται πλήρως σεβαστές απ’ όλους. Πολλώ δε μάλλον, όταν η αμφισβήτησή τους οδηγεί σε αμφισβήτηση των συνόρων, όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, ιδίως ως προς την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, η Τουρκία οφείλει να σέβεται το Δίκαιο της Θάλασσας, οι διατάξεις του οποίου τη δεσμεύουν και με τη μορφή γενικώς παραδεδεγμένων κανόνων του Διεθνούς Δικαίου».
Για την τέως ΠΓΔΜ, Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας πλέον, ανέφερε ότι «ευνοούμε και την ευρωπαϊκή της προοπτική. Όμως, η προοπτική αυτή προϋποθέτει, εκ μέρους της, τον πλήρη και ειλικρινή σεβασμό του συνόλου του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, άρα του συνόλου του Διεθνούς Δικαίου, κατ’ εξοχήν δε της Συνθήκης των Πρεσπών. Η Συνθήκη πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται κατά το γράμμα της και το πνεύμα της, με τρόπο που δεν αφήνει ούτε ίχνος αλυτρωτισμού. Κατά συνέπεια, οιαδήποτε αντίθετη τακτική θα εμποδίζει, αυτονοήτως, την ευρωπαϊκή ενταξιακή πρόοδο της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας».
Σχετικά με την Αλβανία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέφερε ότι «η Ελλάδα δεν αντιτίθεται στην ευρωπαϊκή της προοπτική. Πλην όμως, μια τέτοια προοπτική έχει ως αυτονόητη προϋπόθεση τον πλήρη και ειλικρινή σεβασμό του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, άρα τον σεβασμό όλων των θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Επομένως, συμπεριφορές όπως αυτές έναντι της εθνικής Ελληνικής Μειονότητας, οι οποίες υποτιμούν βάναυσα την αξία της ανθρώπινης ζωής ή προσβάλλουν απροκαλύπτως θεμελιώδη Δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, όπως επίσης συμπεριφορές στήριξης παντελώς ανυπόστατων δήθεν περιουσιακών δικαιωμάτων των αδίστακτων εγκληματιών συνεργατών των ναζί τσάμηδων, συνιστούν ανυπέρβλητο εμπόδιο για την απρόσκοπτη ευρωπαϊκή πορεία της Αλβανίας».
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας τόνισε ότι «αυτά τα εθνικά μας θέματα οφείλουμε να υπερασπισθούμε δίχως καμία έκπτωση και υπό όρους αρραγούς ενότητας».