Το βιβλίο «Ιθάκη» του Αλέξη Τσίπρα δεν είναι απλώς μια προσωπική αφήγηση της τετραετίας 2015–2019.
Είναι ένας καθρέφτης, άβολος και αποκαλυπτικός, για την πολιτική κουλτούρα της σύγχρονης Ελλάδας. Οι αντιδράσεις που προκάλεσε —από στενούς συνεργάτες του, αντιπάλους, αλλά και πρόσωπα που κάποτε συνέβαλαν στη διαμόρφωση κρίσιμων αποφάσεων— δείχνουν πως το βιβλίο άγγιξε πολλά ευαίσθητα νεύρα.
Ο Τσίπρας βυθίζεται στις πιο φορτισμένες στιγμές της διακυβέρνησής του και, σε αρκετές περιπτώσεις, «καρφώνει» υπουργούς, συνοδοιπόρους και πρόσωπα που βρίσκονταν στον πυρήνα των αποφάσεων. Ο Παύλος Πολάκης, ο Νίκος Παππάς, ο Αλέξης Χαρίτσης και η Ζωή Κωνσταντοπούλου βρίσκονται στο επίκεντρο της εσωκομματικής κριτικής, ενώ ο Σταύρος Θεοδωράκης, ο Μανώλης Όθωνας και ο Πάνος Καμμένος αντιδρούν έντονα σε όσα περιγράφει το βιβλίο. Στην απέναντι πλευρά, ο Άδωνις Γεωργιάδης, η Ντόρα Μπακογιάννη και ο Παύλος Μαρινάκης βλέπουν στην Ιθάκη μια επιβεβαίωση του «αρχηγικού Τσίπρα», ενός πολιτικού που δεν αναλαμβάνει ευθύνες και ξαναγράφει το παρελθόν όπως τον εξυπηρετεί.
Όμως το σημαντικότερο ζήτημα που αναδεικνύει ο ίδιος ο Τσίπρας δεν είναι άλλος από το Μακεδονικό. Η αποκάλυψη ότι βουλευτής τού είπε, πίσω από κλειστές πόρτες, «Θα πέσει η κυβέρνηση για ένα κωλοόνομα;» σοκάρει. Δεν σοκάρει τόσο για τη χυδαιότητα της διατύπωσης, αλλά για το βαθύ περιεχόμενό της: την απαξίωση μιας ιστορικότητας που θεμελιώθηκε πάνω σε αίμα, θυσιές και αγώνες. Η Μακεδονία, για κάποιους μέσα στο πολιτικό σύστημα, δεν ήταν τίποτε παραπάνω από μια ενοχλητική ψηφοθηρική λεπτομέρεια.
Και αυτό ακριβώς εξηγεί, ίσως καλύτερα από κάθε άλλο στοιχείο του βιβλίου, την κρίση εμπιστοσύνης που ταλαιπωρεί την ελληνική πολιτική σκηνή εδώ και δεκαετίες. Όταν κεντρικά πρόσωπα της πολιτικής εξουσίας αντιμετωπίζουν ζητήματα με τέτοια ιστορική φόρτιση ως «κωλοονόματα», τότε η χώρα δεν κυβερνιέται με βάση αξίες αλλά με βάση μικροκομματικές ισορροπίες, φόβους και εξυπηρετήσεις. Κι έτσι σφραγίζεται το μέλλον της.
Οι υπόλοιπες αντιδράσεις, αν και θορυβώδεις, είναι δευτερεύουσες μπροστά σε αυτήν τη διαπίστωση. Ο Σταύρος Θεοδωράκης καταγγέλλει ότι ο Τσίπρας «έστησε» συνάντηση μετά τις εκλογές του 2015 για να προλάβει να κλείσει τη συγκυβέρνηση με τον Πάνο Καμμένο. Ο Καμμένος επαναφέρει το περίφημο τηλεφώνημα με τον Μπαράκ Ομπάμα. Ο Μανώλης Όθωναςδιαψεύδει διάλογο με τη Φώφη Γεννηματά. Ο Στέφανος Κασσελάκης επιτίθεται με προσωπικό τόνο, μιλώντας για «πλυντήριο-πόνημα που θα γίνει Τιτανικός». Όλα αυτά φωτίζουν τον χαρακτήρα των τότε σχέσεων, αλλά δεν αλλάζουν τη μεγάλη εικόνα.
Η «Ιθάκη» προσφέρει κάτι πολύ πιο σημαντικό από κόντρες και διαψεύσεις: αποκαλύπτει, όχι πάντα συνειδητά, πώς λειτουργούν τα κέντρα εξουσίας. Πόσο εύκολα γράφεται και ξαναγράφεται η Ιστορία. Και πόσο συχνά τα εθνικά ζητήματα αντιμετωπίζονται όχι ως βάρος ευθύνης αλλά σαν βάρος στην καρέκλα.
Αν κάτι μένει από το βιβλίο, δεν είναι ποιος διαφωνεί με ποιον. Είναι η γυμνή αλήθεια ότι ένα μέρος του πολιτικού συστήματος αντιμετώπισε τη Μακεδονία σαν λεπτομέρεια, και όχι σαν κομμάτι της εθνικής ψυχής. Κι αυτή η παραδοχή —όσο κι αν ειπώθηκε άθελα— αποτελεί ίσως την πιο σκληρή καταδίκη της εποχής εκείνης.


